Η συναρπαστική ιστορία ενός από τα παλιότερα καφενεία στην Ελλάδα και ο Ναπολέων Ζάγκλης που άφησε τη ζωή στην Αθήνα και τη δουλειά του σε μεγάλη πολυεθνική εταιρία για να διατηρήσει μια παράδοση πέντε γενεών στο πανέμορφο χωριό του.

Δε γίνεται να νιώσουμε ότι αυτό που συμβαίνει είναι αλλού. Καταρχάς, παίρνουμε τα μηνύματα από τους ανθρώπους που έρχονται εδώ αλλά έχουμε και επαφή με το τι συμβαίνει. Δεν αισθάνομαι ότι όλα αυτά είναι μακριά γιατί μας αφορούν όλους. Όσον αφορά στην εδώ κρίση, έχουμε περιορίσει τις τιμές μας στο φαγητό και στον ξενώνα. Θεωρώ ότι υπήρχε μια νοοτροπία σπατάλης στον Έλληνα, κάτι που παρατήρησα και εδώ στο καφενείο, στις παραγγελίες. Ερχόταν μια παρέα και παρήγγελνε άπειρα φαγητά και όταν τους έλεγα ότι πήραν πολλά και να ακυρώσουν κάτι όλοι χαμογελούσαν και έλεγαν πως δεν πειράζει. Τώρα, ο κόσμος έχει περιοριστεί γιατί δε γίνεται αλλιώς.

Οι Καλαρρύτες στη διάρκεια της τουρκοκρατίας ήταν σε ακμή;

Πολλοί Καλαρρυτιώτες ήταν μέλη της Φιλικής Εταιρείας και στη διάρκεια της επανάστασης υπήρχε σχέδιο να κάνουν επανάσταση το Συρράκο και οι Καλαρρύτες για να κοπεί η δίοδος των Τούρκων από την Ήπειρο. Επαναστάτησαν τελικά, οι Καλαρρύτες τότε είχαν πληθυσμό 5000. Η επανάσταση όμως λόγω αργοπορίας των οπλαρχηγών δεν πέτυχε και η αιφνιδιαστική επίθεση των Τούρκων είχε ως αποτέλεσμα να καεί όλο το χωριό και να γίνει πλιάτσικο. Ό,τι βλέπουμε στο χωριό είναι χτισμένο από το 1830 και μετά. Το χωριό ήταν πλούσιο γιατί όλοι ήταν μεγαλέμποροι της εποχής, εμπορεύονταν μαλλιά και είδη αργυροχρυσοχοΐας, εκκλησιαστικά σκεύη και κοσμήματα. Υπήρχαν επίσης και πολλοί ξυλογλύπτες. Στα χρόνια της Τουρκοκρατίας παιζόταν κανονικό χρηματιστήριο, κυρίως Εβραίοι ερχόντουσαν εδώ, και τζιράρανε τα χρήματά τους στους εμπόρους.

Εμπορεύσου το χρήμα μας λέγανε στο έμπορο και την άνοιξη που θα γυρίσεις θα έρθουμε να πάρουμε τα κέρδη μας. Οι Καλαρρυτιώτες είχαν κύρος και τους εμπιστεύονταν γιατί είχαν πολλές δοσοληψίες με τράπεζες και στην Ευρώπη, δεν ήταν τυχοδιώκτες. Όλοι φύγανε όμως προς Επτάνησα, γιατί ξέρανε πού υπήρχε το χρήμα και μοιραίως έφυγαν γιατί δεν τους ένοιαζε πια να είναι στους Καλλαρρύτες. Όπως λέει και ο ιστορικός μόλις έπεσε το πρώτο τουφέκι της επανάστασης, ξεκίνησε η αστυφιλία στην Ελλάδα και γύρισαν οι μισοί πίσω.

Και όσοι έφυγαν; Προκόψανε αλλού;

Πολλοί γίνανε βιομήχανοι, βιοτέχνες, ανοίξανε διάφορες επιχειρήσεις στην Αθήνα και στην ελεύθερη πια Ελλάδα, όπως ο Δουρούτης που έφτιαξε το πρώτο εργοστάσιο μετάξης στην Αθήνα και έτσι η περιοχή ονομάστηκε Μεταξουργείο. Ή ο Βούλγαρης πήγε στην Παραμυθιά και μετά στη Ζάκυνθο και από κει στην Ιταλία και βέβαια δεν ήρθε ποτέ ξανά εδώ. Μέχρι τότε το χωριό δεν ήταν κτηνοτροφικό αλλά μετά γέμισε με βοσκοτόπια και έτσι τα σπίτια των εμπόρων που έφυγαν τα αγόραζαν οι κτηνοτρόφοι.

«Ocean Atlas»: Το εντυπωσιακό άγαλμα με το ελληνικό όνομα που είναι βυθισμένο στις Μπαχάμες! (photos)

Οι κάτοικοι τώρα είναι σχεδόν 20 και υπάρχουν 210 σπίτια. Το 1971 που συμμετείχα στην απογραφή εδώ υπήρχαν 416 σπίτια αλλά ερημώθηκαν. Σκεφτείτε ότι στην Κασαρία Φασούλα, αρχοντικό κτίριο και παρασκευαστήριο τυριών που έχει ερημωθεί πια, υπήρχαν 56 δωμάτια. Και το είχε μάθει ο Αλή Πασάς και είχε έρθει εδώ να το δει για να το γκρεμίσει. Ο ιδιοκτήτης του όμως, για να το διατηρήσει, είπε πως το έφτιαξε για τον Αλή Πασά και το ασκέρι του, για να μένουν όλοι όταν έρχονται και να κάνουν διακοπές.

Και στον εμφύλιο;

Στον εμφύλιο δεν πρόδωσε κανείς τον άλλο παρά τις ιδεολογικές διαφορές τους. Ο παππούς μου ήταν παλικάρι με τα όλα του μου λένε (γιατί δεν τον πρόλαβα), γιατί εδώ απέναντι ήταν η χωροφυλακή και αν έβλεπε να συλλαμβάνουν κανέναν κομμουνιστή τους χτυπούσε. Ποτέ όμως δεν υπήρξε διχασμός στο χωριό που είναι παράξενο αλλά ο ένας προστάτευε τον άλλο.

Πώς ένα τόσο δύσβατο μέρος είχε αποκτήσει τόσες εμπορικές σχέσεις με την Ευρώπη;

Όλα γινόντουσαν με τα μουλάρια, εδώ είχαν τις οικογένειές του και μένανε αλλά τα προϊόντα τους, πέρα από τους αργυροχρυσοχόους που είχανε εδώ τα εργαστήριά τους, δεν τα εμπορευόντουσαν εδώ. Δηλαδή πήγαιναν με τα μουλάρια στα Αμπελάκια, παίρνανε βαφές και μαλλιά, τα πήγαιναν στα Γιάννενα, από κει παίρνανε υφαντά τα πηγαίνανε στη Θεσσαλονίκη, από κει κάτι άλλο και πάει λέγοντας. Όταν ξεκίναγε την άνοιξη κάποιος από δω με ένα μουλάρι, κατέληγε στο Βουκουρέστι με 300 μουλάρια, γυρνούσαν δηλαδή παντού και συνεχώς αγόραζαν και μουλάρια που τα φόρτωναν εμπόρευμα, τα οποία εν συνεχεία μπορεί και να πουλούσαν. Από το 1880 για να μπεις στην Ελλάδα μέχρι το 1913 που έγινε η απελευθέρωση της περιοχής υπήρχε τελωνείο, στρατώνας και καθαρτήριο, δεν περνούσες αν δε σε ήλεγχαν οικονομικά αλλά και ιατρικά.

Στους επισκέπτες αρέσει το καφενείο; Tι αντιδράσεις υπάρχουν;

Όλων των ειδών! Υπάρχουν άνθρωποι που τους αρέσει πολύ και έρχονται και ξανάρχονται αλλά υπάρχουν και άλλοι που δεν τους αρέσει. Για παράδειγμα μια κυρία κάποτε μάλωσε με την παρέα της όταν ήρθε εδώ γιατί θεώρησε απαράδεκτο να την φέρουν για φαγητό σε μπακάλικο-καφενείο. Γενικά, με αυτή τη δουλειά έχω συναντήσει πολλών ειδών ανθρώπους και έχω δει και απίθανες συμπεριφορές. Προσβλητικές κάποιες φορές. Αλλά τέτοιοι άνθρωποι δεν έχουν θέση εδώ και δε θέλω να τους σερβίρω, τους αποκρούω ευγενικά.

Κι όμως δεν είναι κάστρα… είναι 10 υπέροχα ξενοδοχεία στην Ευρώπη

ΔΕΙΤΕ ΕΠΙΣΗΣ