Η ιστορία των ξενοδοχείων έχει την ηλικία που έχει και ο ανθρώπινος πολιτισμός. Στην Αρχαία Ελλάδα η φιλοξενία θεωρείτο πράξη αρετής. Τους ξένους προστάτευαν ο Ξένιος Δίας και η Αθηνά η Ξενία, όπως και οι Διόσκουροι Κάστωρ και Πολυδεύκης. Υπήρχε θεία απαίτηση για την περιποίηση των ξένων και ήταν αμάρτημα η κακή αντιμετώπισή τους. Η φιλοξενία ακολουθούσε μία ιεροτελεστία και παρέχονταν σε κάθε ξένο, ο οποίος ανεξάρτητα από την τάξη που ανήκε, μπορούσε να μείνει σε ειδικό δωμάτιο, στον «ξενώνα». Η αποδοχή ενός ξένου για φιλοξενία λεγόταν «εστιάν» ή «ξενίζειν» ή «ξενοδοχείν». Ο ξένος με την άφιξή του έκανε ευχές στην οικογένεια που τον φιλοξενούσε και στην αναχώρηση δεχόταν δώρα. Όταν εμφανιζόταν ένας ξένος, ο κύριος του σπιτιού, τον προσκαλούσε στο σπίτι του και παρέθετε γεύμα προς τιμή του.

Διαβάστε ακόμη: Αυτή είναι η πιο παράξενη ελληνική εκκλησία

Οι ελληνικές πόλεις, σε περιπτώσεις εορτών, αθλητικών εκδηλώσεων και πανηγυρισμών, εκτός από το πλήθος των επισκεπτών, δέχονταν και αντιπροσωπείες από άλλες πόλεις. Τότε με τη μεσολάβηση της πολιτείας, η φιλοξενία ανατέθηκε σε ορισμένους πολίτες οι οποίοι αντιπροσώπευαν την πόλη, οπότε δημιουργήθηκε ο θεσμός της δημόσιας φιλοξενίας. Η δημόσια φιλοξενία συνήθως δημιουργούσε ισχυρούς δεσμούς ανάμεσα στις πόλεις, με αποτέλεσμα να συνάπτονται συνθήκες αμοιβαίας φιλοξενίας.

Την προστασία των ξένων σε κάθε πόλη επέβλεπαν οι «πρόξενοι», δηλαδή οι επίσημοι αντιπρόσωποι των άλλων πόλεων, μετά από ειδική συνθήκη που υπογράφονταν για αυτό. Έτσι δημιουργήθηκε ο θεσμός της «προξενίας».

Με το πέρασμα του χρόνου εμφανίστηκαν δημόσια και ιδιωτικά ξενοδοχεία, με την ονομασία «πανδοχεία» ή «καταγώγια». Τα καταγώγια χτίζονταν δίπλα σε ναούς ή σε περιοχές όπου διοργανώνονταν εορτές και αγώνες, όπως στην Αρχαία Ολυμπία, στους Δελφούς, στην Επίδαυρο κλπ. Τα περισσότερα καταγώγια της εποχής ήταν πολυτελή πέτρινα διώροφα ή τριώροφα κτίσματα όπως το καταγώγιο της Επιδαύρου δυναμικότητας 100 δωματίων, το Λεωνιδαίο στην Ολυμπία μήκους 154 μέτρων, το καταγώγιο της Θεάς Αρτέμιδας στη Μαγνησία, το καταγώγιο της Δήλου κ.ά. Τότε εμφανίστηκε και το επάγγελμα του «εξηγητού», δηλαδή του σημερινού ξεναγού. Η λέξη καταγώγιο προέρχεται από το κατάγομαι – καταλύω και δεν εξέφραζε την εποχή εκείνη κάποια μειωτική έννοια.

Διαβάστε ακόμη: Τρομερή προσφορά για Βερολίνο μόλις με 22€

Τα πανδοχεία ήταν ιδιωτικά και κερδοσκοπικά σε αντίθεση με τα καταγώγια τα οποία ήταν συνήθως δημόσια και αφιλοκερδή και διακρίνονταν σε διάφορες κατηγορίες ανάλογα με τις παροχές τους και την πολυτέλειά τους. Ορισμένα από αυτά παρείχαν μόνο δωμάτιο, ενώ ορισμένα άλλα δωμάτιο με διατροφή και συμπληρωματικές υπηρεσίες που κάλυπταν τις ανάγκες του ταξιδιώτη. Οι υπηρεσίες αυτές, καθώς και το όλο προϊόν, αρχικά ήταν υποτυπώδεις, αλλά με την πάροδο του χρόνου και την αύξηση του ανταγωνισμού βελτιώθηκαν εντυπωσιακά.

Το φιλοδώρημα στην Αρχαία Ελλάδα έπαιζε τον σημερινό του ρόλο, δηλαδή ήταν μία απόπειρα για εξασφάλιση επιπλέον εξυπηρέτησης.

Στο Βυζάντιο υπήρχαν πολλά πανδοχεία και καπηλεία, διαφορετικών κατηγοριών. Παράλληλα με την ιδιωτική ξενία, η εκκλησία στο Βυζάντιο δημιούργησε τον θεσμό των ξενώνων, οι οποίοι κύρια ήταν φιλανθρωπικά ξενοδοχεία. Οι ξενώνες λειτουργούσαν ως πτωχοκομεία, ως νοσοκομεία και ως ξενοδοχεία.

Την εποχή της Τουρκοκρατίας, οι ξενώνες κατασχέθηκαν ή καταστράφηκαν και τα πανδοχεία σταδιακά έπαψαν να λειτουργούν. Τη φιλοξενία προσέφεραν τα «Χάνια» και τα «Καραβάν Σεράϊα». Τα καραβάν σεράγια ήταν αρχικά αξιόλογα διώροφα οικοδομήματα, τα οποία αποτελούνταν από τέσσερα κτίρια τα οποία διαμόρφωναν μία εσωτερική αυλή. Στο ισόγειο ήταν οι στάβλοι και στον όροφο υπήρχαν αρκετά σε αριθμό δωμάτια για τους ταξιδιώτες, οι οποίοι πλήρωναν ελάχιστα για τον ύπνο και το φαγητό τους, ενώ αν ήταν φτωχοί δεν χρειαζόταν να πληρώσουν.

Τα χάνια ήταν φτωχικά οικήματα με απαράδεκτο προϊόν και βρίσκονταν στην ύπαιθρο, σε στρατηγικά σημεία διαδρομών. Τα έκτιζε το Τουρκικό κράτος, τούρκοι μεγιστάνες, αλλά και άνθρωποι του λαού, για θρησκευτικούς λόγους και συνήθως ήταν ισόγεια κτίρια με ένα πατάρι στο βάθος, όπου κοιμόταν ο ιδιοκτήτης. Στο χώρο του ισογείου υπήρχε η κουζίνα και εκεί οι ταξιδιώτες έτρωγαν και κοιμόταν. Ορισμένα χάνια ήταν διώροφα, όπου στον όροφο κοιμόταν οι ταξιδιώτες, ενώ στο ισόγειο συστεγαζόταν σε ένα χώρο η κουζίνα με την τραπεζαρία και δίπλα βρισκόταν η αποθήκη και ο στάβλος.

Μετά την απελευθέρωση το 1828, ελάχιστα χάνια είχαν απομείνει στην ύπαιθρο και στις πόλεις. Το πρώτο ξενοδοχείο ιδρύθηκε στο Ναύπλιο το 1834 με την επωνυμία «Ξενοδοχείον του Λονδίνου», το οποίο φιλοξένησε τους πρώτους επίσημους ξένους του νεότευκτου ελληνικού κράτους και στη συνέχεια, το 1840, λειτούργησε επίσης στο Ναύπλιο το ξενοδοχείο «Αφθονία».

Το 1835 η Αθήνα απέκτησε το δικό της ξενοδοχείο, με το όνομα «Νέον Ξενοδοχείον» ή «Albergo Nuovo», του Ιταλού Καζάλι. Το 1878 λειτούργησε σαν ξενοδοχείο η ιστορική «Μεγάλη Βρετανία» στη θέση που είναι σήμερα στο Σύνταγμα. Την φήμη του το ξενοδοχείο όφειλε στην πολυτέλεια και στην πρωτοπορία του, αλλά και στη μαγειρική του Στάθη Λάμψα, ιδιοκτήτη του ξενοδοχείου. Το 1917 λειτούργησε το «Ατενέ Παλλάς» απέναντι από το Πολυτεχνείο, το οποίο ήταν το πρώτο κτίριο της Αθήνας που κτίστηκε με μπετόν και την ίδια εποχή στο Ν. Φάληρο λειτούργησε το ξενοδοχείο «Ακταίον», το πολυτελέστερο της εποχής με 80 δωμάτια. Γνωστά ξενοδοχεία της Αθήνας ήταν επίσης το «Ξενοδοχείον της Αγγλίας», το «Grand Hotel Magestic» το «Ξενοδοχείον της Αθήνας», το «Victoria» και το «Ξενοδοχείον των Ξένων».

Ορισμένα ξενοδοχεία της αρχής του 20ου αιώνα ήταν εντυπωσιακά νεοκλασικά κτίρια τα οποία συγκέντρωναν την κοσμική ζωή της χώρας. Το 1924 υπήρχαν στην Ελλάδα 1090 ξενοδοχεία με μέσο όρο 11 δωμάτια το καθένα.

Πολλά από τα ξενοδοχεία της Ελλάδας που λειτουργούν σήμερα, στεγάζονται σε χώρους που αρχικά χρησιμοποιήθηκαν για άλλο σκοπό και στη συνέχεια διαμορφώθηκαν σε ξενοδοχεία. Χαρακτηριστικό παράδειγμα είναι το ιστορικό ξενοδοχείο «Ιμαρέτ» της Καβάλας, το πάλαι ποτέ ιεροδιδασκαλείο που έκτισε ο Μωχάμετ το 19ο αιώνα. Το «Ιμαρέτ» είναι το πρώτο εν Ελλάδι ξενοδοχείο που λειτουργεί σε έναν ιστορικό χώρο. Το παλιό κτίριο που στέγαζε από το 1870 το ταχυδρομείο της Θεσσαλονίκης, γλίτωσε από την καταστροφική πυρκαγιά της πόλης το 1917 και σήμερα είναι γνωστό ως «Capsis Bristol Hotel».

Άλλα πάλι, κτίστηκαν τα τελευταία χρόνια σε ιστορικές περιοχές που επιβάλλουν συγκεκριμένους όρους δόμησης και αρχιτεκτονικής όπως οι «Σκήτες» στη Χαλκιδική, ένα ξενοδοχείο που βρίσκεται στις πύλες της Αθωνικής μοναστικής κοινότητας, σε μία περιοχή η οποία είναι επίσημα προστατευόμενη, υπό την αιγίδα της UNESCO, ως τόπος Ιδιαίτερου Φυσικού Κάλλους και σημαντικής Παγκόσμιας Πολιτιστικής Κληρονομιάς. Αντίστοιχα, το συγκρότημα παραδοσιακών κατοικιών «Εσπέρας» στη Σαντορίνη, χρησιμοποίησε αυθεντικά σπίτια, με τοίχους σκαλισμένους στον ηφαιστειακό βράχο του νησιού.

Κάποια από τα αρχοντικά του 18ου και 19ου αιώνα, μεταμορφώθηκαν με πολύ γούστο σε βίλες, ξενοδοχεία ή ξενώνες. Το «La Moara» στο Νυμφαίο Φλώρινας διατηρεί ακόμη και τις αυθεντικές «μουσάντρες» (παραδοσιακές ντουλάπες) μαζί με πολλές από τις οικογενειακές αντίκες. Το «Σπίτι του Καπετάνιου» στην Πρέβεζα – κτισμένο το 1896 – φιλοξένησε την πριγκίπισσα Μαρία Βοναπάρτη μετά την απελευθέρωση της πόλης.

Οι Πύργοι και τα Παλάτια των Ενετών ή των Γενοβέζων, δίνουν σήμερα τη δυνατότητα διαμονής σε όσους επιθυμούν να ζήσουν την ατμόσφαιρα της παλιάς αριστοκρατίας. Το ξενοδοχείο «Αργέντικο» της Χίου στεγάζεται στο Παλάτι που έκτισε η ομώνυμη οικογένεια το 1550 και συγκαταλέγεται στις 100 καλύτερες βίλες του κόσμου.


Οι μεγαλύτερες προσωπικότητες του 20ου αιώνα άφησαν την αίγλη τους σε ξενοδοχεία της Ελλάδας.

Η ιστορία του Grande Albergo delle Rose της Ρόδου ξεκίνησε το 1927. Όταν έγιναν τα πρώτα εγκαίνιά του χαιρετίστηκε ως ένα από τα μεγαλύτερα πολυτελή ξενοδοχεία της Μεσογείου με το χαϊδευτικό όνομα «όνειρο της Ανατολής», ένας πειρασμός που προσέλκυσε όλη την αφρόκρεμα των ταξιδιωτών, από τον Τσόρτσιλ μέχρι τον Αριστοτέλη Ωνάση. Η ριζική ανακαίνιση που υπέστη το Ξενοδοχείο των Ρόδων έφερε στην επιφάνεια κοινόχρηστους χώρους αντάξιους της πελατείας. Δύο Ιταλοί κλήθηκαν να μετατρέψουν τα 160 δωμάτια του παλιού ξενοδοχείου σε 33 πολυτελείς σουίτες, αφήνοντας δύο μόνο δωμάτια άθικτα χάριν, αφενός, της ιστορίας και, αφετέρου, της νομοθεσίας που τα έκρινε διατηρητέα.

Η Villa Galini του Porto Carras Grand Resort στη Χαλκιδική, σχεδιάστηκε τη δεκαετία του ’70 ως κατοικία της οικογένειας του Γιάννη Καρρά, από το γνωστό αρχιτέκτονα Καψαμπέλη και στηρίχθηκε στις αυστηρές φόρμες της μοναστηριακής αρχιτεκτονικής του Αγίου Όρους. Μετά την ολοκλήρωση της, η Villa άνοιξε της πόρτες της για εκλεκτούς φίλους όπως ο Σαλβαντόρ Νταλί, η Μελίνα Μερκούρη, ο Κωνσταντίνος Καραμανλής, ο Ρούντολφ Νουρέγιεφ, ο Φρανσουά Μιτεράν και η Τζίνα Μπαχάουερ, της οποίας το πιάνο κοσμεί μέχρι σήμερα την Σουίτα μουσικής.

Τα περισσότερα εξ αυτών ξενοδοχεία, ανήκουν στο δίκτυο YADES HISTORIC HOTELS OF GREECE (μέλος του δικτύου HISTORIC HOTELS of EUROPE) και επιλέγονται βάσει της μοναδικότητας, της αυθεντικότητας και της ιστορίας τους. Κάθε ένα από αυτά παρέχει υψηλό επίπεδο υπηρεσιών με προσωπικό ενδιαφέρον, προσεγμένη επίπλωση που παραπέμπει στο παρελθόν τους και σύγχρονο εξοπλισμό για να μη λείψουν οι ανέσεις.

Η συνολική εμπειρία που προσφέρουν στους επισκέπτες τους δε διαφέρει και πολύ από την αρχική έννοια του «ξενοδοχείν» που χαρακτήριζε την αρχαία Ελλάδα..

Πηγή: pass2greece.gr

ΔΕΙΤΕ ΕΠΙΣΗΣ