Η χρονολογία ίδρυσης της μονής Δαφνίου αποτελεί ένα σημαντικό αρχαιολογικό ζήτημα, καθώς δεν έχει βρεθεί καμία επιγραφή που θα επέτρεπε τον ασφαλή καθορισμό της.

Οι ανασκαφείς του μνημείου, όπως επίσης και οι περισσότεροι ερευνητές, ανάγουν την ίδρυση του μοναστηριού στον 6ο αιώνα, δηλαδή στα παλαιοχριστιανικά χρόνια. Επιπλέον, πιστεύουν ότι θα πρέπει να ενταχθεί στο πλαίσιο της συστηματικής εξάπλωσης της χριστιανικής λατρείας στην πόλη των Αθηνών και στα περίχωρά της κατά την περίοδο αυτή.

Ούτε 1, ούτε 2, αλλά 14 προορισμοί εντός Αττικής για υπέροχα καλοκαιρινά σαββατοκύριακα!

Είναι γεγονός ότι κατά τη διάρκεια του 5ου και του 6ου αιώνα στην Αθήνα χτίστηκαν πολλές εκκλησίες, ενώ πολλοί ειδωλολατρικοί ναοί μετατράπηκαν σε χριστιανικούς. Η δραστηριότητα αυτή ήταν συνέπεια της σταδιακής επικράτησης του χριστιανισμού μετά την ανακήρυξή του σε επίσημη θρησκεία του βυζαντινού κράτους από τον αυτοκράτορα θεοδόσιο Α’ (379-395), αλλά κυρίως των αυστηρότατων διαταγμάτων κατά των Εθνικών που εξέδωσε ο θεοδόσιος Β’ (408-450). Έτσι, προκειμένου να επέλθει ο εξαγνισμός των αρχαίων ναών και ιερών, επιβλήθηκε η μετατροπή τους σε χριστιανικές εκκλησίες. Χαρακτηριστικά παραδείγματα τέτοιας μετατροπής αποτελούν ο Παρθενώνας, το Ερέχθειο και ο ναός του Ηφαίστου, που είναι γνωστός και ως «θησείο». Παράλληλα χτίστηκαν πολλοί χριστιανικοί ναοί, τόσο στο κέντρο της Αθήνας και στις γύρω περιοχές όσο και σε διάφορες τοποθεσίες σε ολόκληρη την Αττική (Γλυφάδα, Άλιμος, Ελευσίνα, Παιανία, Πόρτο Γερμενό, Μαρκόπουλο κ.ά.).

 

Η έλλειψη στοιχείων που αναφέρθηκε παραπάνω αποτελεί μία ακόμη έκφανση της γενικότερης ένδειας σε αρχαιολογικά δεδομένα για την Αθήνα από τον 7ο έως τον 9ο αιώνα. To φαινόμενο αυτό αποδίδεται στις δύσκολες συνθήκες που επικράτησαν κατά την περίοδο αυτή στην πόλη εξαιτίας των επιδρομών από τον Βορρά αλλά και από τη θάλασσα.
Η κοινώς αποδεκτή άποψη για τη χρονολόγηση της μονής Δαφνίου μέσα στον 6ο αιώνα αναθεωρήθηκε σχετικά πρόσφατα από τον καθηγητή Χαράλαμπο Μπούρα, ο οποίος υποστήριξε ότι η ίδρυση της μονής πρέπει να ανέβει χρονολογικά στον 11ο αιώνα. To συμπέρασμα αυτό βασίζεται στην επανεξέταση όλων των ανεσκαμμένων αρχιτεκτονημάτων, η οποία απέδειξε ότι κανένα από αυτά δεν είναι δυνατόν να χρονολογηθεί πριν από τον 11ο αιώνα. Η αναχρονολόγηση της μονής Δαφνίου βρίσκεται σε απόλυτη συμφωνία με την απουσία μοναστηριών στην περιοχή νοτίως του Ολύμπου πριν από το τέλος της Εικονομαχίας, δηλαδή τις αρχές του 9ου αιώνα. Η χρονολόγηση στον 6ο αιώνα οφείλεται στους πρώτους συστηματικούς μελετητές του μνημείου, που ερεύνησαν τον χώρο κατά τις δεκαετίες του 1880 και του 1890.

 

Σχεδιαστική αναπαράσταση της νότιας πλευρά του καθολικού από τον Benouville (1877).
Η βασιλική προφανώς κατεδαφίστηκε ολοκληρωτικά(η οποία χρονολογούνταν το 6αιώνα) προκειμένου να ανεγερθεί ο μνημειώδης σταυροειδής οκταγωνικός ναός του 11ου αιώνα.Παρ’ όλα αυτά, οι αρχαιολόγοι που έχουν μελετήσει τα διάφορα γλυπτά μέλη που είναι διασκορπισμένα στον χώρο του περιβόλου έχουν καταλήξει πως, αν και υπάρχουν κάποια παλαιοχριστιανικά παραδείγματα, η πλειονότητά τους πρέπει να χρονολογηθεί στη Μέση Βυζαντινή περίοδο (843-1204). Επιπλέον, οι ανασκαφικές προσπάθειες που έχουν γίνει προκειμένου να εντοπιστεί η βασιλική του 6ου αιώνα, έχουν αποβεί εντελώς άκαρπες. Στο σημείο αυτό θα πρέπει, όμως, να υπογραμμίσουμε το γεγονός ότι οι εν λόγω ανασκαφές υπήρξαν περιορισμένες σε έκταση και σε συχνότητα. Η συνέχιση της ανασκαφικής έρευνας και μελέτης του χώρου είναι επιβεβλημένη, προκειμένου να αποδειχτεί η ορθότητα ή μη των απόψεων του Χαράλαμπου Μπούρα.

Η μονή Δαφνίου και οι Κιστερκιανοί μοναχοί (1207-1458)

Κατά τα τέλη του έτους 1204 η Αθήνα καταλήφθηκε από τους σιδηρόφρακτους Φράγκους ιππότες του Βονιφάτιου του Μομφερατικού, οι οποίοι λεηλάτησαν με άγρια μανία τους θησαυρούς που βρήκαν στις εκκλησίες της πόλης και των περιχώρων. Εντυπωσιακό δείγμα της μανίας αυτής βρέθηκε στο καθολικό της μονής Δαφνίου: πρόκειται για δύο λίθινες αιχμές βελών που βρέθηκαν καρφωμένες στο κέντρο περίπου του τρούλου, στο μάτι και την παρειά της μορφής του Παντοκράτορα που τον κοσμούσε. Φαίνεται πως ο παθιασμένος σταυροφόρος που μπήκε στην εκκλησία δεν μπόρεσε να αντισταθεί στην ιερόσυλη επιθυμία να τοξεύσει εναντίον του αλλόδοξου θεού. Η Αθήνα αλλά και ολόκληρη η Αττική παραχωρήθηκαν ως φέουδο (δουκάτο) από τον Βονιφάτιο στον Βουργουνδό ευπατρίδη Otto de la Roche, που προσαγορεύτηκε Κύριος των Αθηνών (Dominus Athenarum, Sire dAthènes) ή Μέγας Κύρης. Αυτός με τη σειρά του παραχώρησε τη μονή Δαφνίου το 1207 σε τάγμα Κιστερκιανών (Citeaux) μοναχών, προερχόμενο από το βουργουνδιακό αββαείο του Bellevaux. Οι Κιστερκιανοί μοναχοί αποτελούν κλάδο των Βενεδικτίνων, που σχηματίστηκε το 1098 από τον ηγούμενο Robert στη βουργουνδική πόλη Citeaux, προκειμένου να τηρηθούν πιο αυστηρά οι κανόνες και τα διδάγματα του Αγίου Βενέδικτου. Φορούσαν λευκό ράσο ζωσμένο με μαύρη ζώνη για να διακρίνονται από τους υπόλοιπους Βενεδικτίνους, που φορούσαν μαύρα ράσα. Οι Κιστερκιανοί είχαν ιδιαίτερα ενεργό συμμετοχή στις σταυροφορίες. Μάλιστα, ο Otto de la Roche φαίνεται πως παραχώρησε το Δαφνί στο τάγμα από το Bellevaux για να τους ευχαριστήσει για τον αγώνα που έκαναν στο πλευρό των στρατιωτών του. Έτσι, οι ορθόδοξοι μοναχοί αναγκάστηκαν να φύγουν από τη μονή το 1207 και τη θέση τους πήραν οι καθολικοί Κιστερκιανοί, οι οποίοι παρέμειναν στο Δαφνί επί δυόμισι αιώνες. Είναι χαρακτηριστικό πως ακόμα και όταν το Δουκάτο των Αθηνών πέρασε από τα χέρια των Φράγκων σε αυτά των Καταλανών (1311-1388) και ακολούθως των Φλωρεντινών (1387-1458), οι Βουργουνδοί μοναχοί του Δαφνίου δεν ενοχλήθηκαν καθόλου. Μόνο όταν η πόλη των Αθηνών καταλήφθηκε από τους Τούρκους του Μωάμεθ Β’, οι Κιστερκιανοί εκδιώχθηκαν και το μοναστήρι παραχωρήθηκε και πάλι στους ορθόδοξους.
Από διάφορα έγγραφα και τις επιγραφές προκύπτει ότι επί Φραγκοκρατίας το Δαφνί ήταν γνωστό ως μονή Delfino, Dauferins, Dalphino, Dalphineto ή Dalphinet. Οι ονομασίες αυτές θεωρούνται παραφθορά της ελληνικής. Επίσης διαθέτουμε τα ονόματα κάποιων από τους καθολικούς ηγούμενους: Etienne (1237), Jean (1250), Ν. (1263), Jean (1271), Pierre (1283), Jacques (1308), Jean Fondremand (14ος αι.) και Peter Strosberch (1412). Σύμφωνα με έγγραφο που συνέταξε ο ηγούμενος Jacques στις 30 Οκτωβρίου 1308, ο Guy II de la Roche
«δούξ Αθηνών αποθανών τη 5 Οκτωβρίου 1308, τη επαύριον 6 Οκτωβρίου κατετέθη έν τω τάφω τών εαυτού προγόνων έν τη μονή Dalphinet».
Φαίνεται, λοιπόν, πως για κάποιο διάστημα το Δαφνί χρησίμευσε ως τόπος ταφής των δουκών της Αθήνας. Πολλοί από τους μελετητές της μονής Δαφνίου θεωρούν ότι το μαυσωλείο των δουκών βρισκόταν σε κρύπτη που εντοπίστηκε κάτω από το δάπεδο του νάρθηκα του καθολικού. Με αυτήν συνδέθηκαν και οι δύο μαρμάρινες λάρνακες που κατά τη διάρκεια του β’ ημίσεως του 19ου αιώνα βρίσκονταν τοποθετημένες στον νάρθηκα και θεωρήθηκαν ότι σχετίζονται με τους de la Roche. O συσχετισμός βασίστηκε σε ανάγλυφη παράσταση σε μία από αυτές, που αναγνωρίστηκε ως το οικόσημο της βουργουνδικής οικογένειας. Σήμερα η ταύτιση αυτή θεωρείται λανθασμένη. Επιπλέον, τα αρχαιολογικά δεδομένα που έχουμε στη διάθεση μας είναι εξαιρετικά περιορισμένα και δεν επιτρέπουν την αδιαμφισβήτητη ταύτιση της κρύπτης με τον αναφερόμενο στο έγγραφο του ηγούμενου Jacques ως τόπο ταφής των δουκών των Αθηνών. Αν, όντως, υπήρχε τέτοιο μαυσωλείο στο Δαφνί, ίσως δεν έχει εντοπιστεί ακόμα. Άλλωστε, και τα έγγραφα και οι λοιπές γραπτές πηγές δεν μας επιτρέπουν να είμαστε απόλυτα βέβαιοι παρά μόνο για την ταφή του δούκα Guy II de la Roche στο Δαφνί. Αντίθετα, για τον τόπο ταφής των υπόλοιπων δουκών μπορούμε να κάνουμε μόνο υποθέσεις και εικασίες. Αν και οι Κιστερκιανοί δεν συνήθιζαν να χρησιμοποιούν μοναστήρια κατασκευασμένα από άλλα μοναχικά τάγματα, το τάγμα από το Bellevaux που εγκαταστάθηκε στο Δαφνί έκανε ελάχιστες αλλαγές και προσθήκες στους χώρους. Διατήρησαν το καθολικό όπως ακριβώς το άφησαν οι ορθόδοξοι προκάτοχοί τους. Γύρω στα τέλη του 13ου ή στις αρχές του 14ου αιώνα επισκεύασαν τον εξωνάρθηκα, ο όροφος και η πρόσοψη του οποίου είχαν καταρρεύσει λόγω σεισμών. Επιπλέον, μετέτρεψαν τον όροφο του εξωνάρθηκα σε πολεμικό αμυντήριο επιστεφόμενο από επάλξεις. Η κρύπτη κάτω από τον νάρθηκα του ναού χρησιμοποιήθηκε ως μαυσωλείο, όπως είδαμε παραπάνω. Τέλος, οι Κιστερκιανοί έχτισαν μία ομάδα κελιών στα νότια του καθολικού, τα οποία αργότερα ξαναχτίστηκαν από τους ορθόδοξους.

Η μονή Δαφνίου κατά την Επανάσταση του 1821

Η μονή Δαφνίου συνδέεται με την Επανάσταση του 1821 μέσω παραδόσεων, σύμφωνα με τις οποίες το μοναστήρι κυριεύτηκε από τους Τούρκους παρά τον ισχυρότατο οχυρωματικό του περίβολο. Η άλωση πραγματοποιήθηκε μέσω αβαθούς πηγαδιού που βρισκόταν έξω από τον περίβολο και συνδεόταν υπογείως με άλλα τρία πηγάδια εντός της μονής. To μυστικό αυτό πέρασμα αποκαλύφθηκε στους Τούρκους από τον μοναχό Παΐσιο. Ο Λαμπάκης διηγείται πώς ακριβώς έγινε η προδοσία:
«Λαβών [ο Παΐσιος] κάδον εβύθισεν αυτόν εντός ενός τών φρεάτων της πρώτης αυλής της μονής, αφού ήδη προσέδεσεν ισχυρώς έξωθεν τό σχοινίον του κάδου, συνέθετο δέ μετά τών Τούρκων όπως ουτοί κατέλθωσιν είς τό φρέαρ τό εξω της μονής, είτα δε προχωρούντες υπογείως μεχρισού εύρωσι τόν κάδον, διά του σχοινίου τούτου ανέλθωσιν επί τής αυλής τής μονής, όπερ και εγένετο, και ούτως οι Τούρκοι διά μιάς, εντός τής μονής ευρεθέντες, εγένοντο κύριοι αυτής».
Αμέσως μόλις εισήλθαν οι Τούρκοι στη μονή, την παρέδωσαν στις φλόγες. To ίδιο φαίνεται πως έκαναν και στον προδότη Παΐσιο. Λέγεται, μάλιστα, πως τα απομεινάρια του καρβουνιασμένου πτώματός του σώζονταν πεταμένα σε μια γωνιά της αυλής μέχρι το 1854, όταν κάποιος συνταγματάρχης της αγγλογαλλικής κατοχής φρόντισε για την οριστική απομάκρυνσή τους.
Αν και η παραπάνω ιστορία ανήκει στη σφαίρα της παράδοσης, η άλωση της μονής από τους Τούρκους θεωρείται γεγονός αδιαμφισβήτητο λόγω του πυκνότατου στρώματος κάπνας που κάλυπτε τα ψηφιδωτά του ναού πριν από τον καθαρισμό τους κατά τη δεκαετία του 1890. Η κάπνα προερχόταν από φωτιά που οι Τούρκοι άναψαν και διατηρούσαν επί τρεις ολόκληρες ημέρες στο εσωτερικό του καθολικού, πιστεύοντας ότι έτσι θα αναλυθεί ο χρυσός των ψηφίδων.
Η χρονολογική τοποθέτηση του παραπάνω επεισοδίου είναι εξαιρετικά δύσκολη, λόγω της έλλειψης ιστορικά τεκμηριωμένων πληροφοριών. Πάντως, η άλωση του μοναστηριού δεν σχετίζεται με την εισβολή του Κιουταχή στην Αθήνα το 1826, τις σημαντικές μάχες που έλαβαν χώρα στο Χαϊδάρι τον Αύγουστο του 1826 και τη μικρότερη μάχη στο Δαφνί στις 21 Μαρτίου 1827. Ο Καμπούρογλου την τοποθετεί στη διάρκεια της εκστρατείας του Ομέρ Βρυώνη στην Αττική το καλοκαίρι του 1821. Η έκβαση της επιχείρησης υπήρξε αρνητική για τους Τούρκους, που απέσυραν τα στρατεύματά τους με αρκετές απώλειες. Έτσι, οι κατακτητές της μονής Δαφνίου την εγκατέλειψαν έχοντας προκαλέσει σημαντικότατες φθορές.

Η ψηφιδωτή διακόσμηση της μονής Δαφνίου

Η μονή Δαφνίου χρωστά τη μεγάλη φήμη της σε πανελλήνιο αλλά και παγκόσμιο επίπεδο στα λαμπρά ψηφιδωτά που κοσμούν τους τοίχους του καθολικού της. Όπως θα δούμε παρακάτω, τόσο η τεχνοτροπία όσο και η τεχνική κατασκευής τους είναι εξαιρετικής ποιότητας και καθιστούν το καθολικό του Δαφνίου ένα από τα πλέον σημαντικά βυζαντινά μνημεία του ελλαδικού χώρου, εφάμιλλο των μνημειακών ναών της Κωνσταντινούπολης.
To μεγαλείο των ψηφιδωτών διατηρείται μέχρι τις μέρες μας, παρά τις επάλληλες ζημιές που έχουν υποστεί από σεισμούς το 1889, το 1894, και πιο πρόσφατα το 1981 και το 1999. Επίσης, οι στερεωτικές εργασίες του ψηφοθέτη Fransisco Novo αμέσως μετά τον πρώτο σεισμό (1892-1897) προκάλεσαν σημαντικές αλλοιώσεις στο εικονογραφικό πρόγραμμα του ναού, καθώς ορισμένες παραστάσεις, κυρίως μορφές αγίων, τοποθετήθηκαν σε θέση διαφορετική από αυτήν που είχαν αρχικά. Επιπλέον, ο Νονο προχώρησε σε συμπληρώσεις και προσθήκες, οι οποίες σήμερα κρίνονται κακότεχνες και ιδιαιτέρως αυθαίρετες, με άλλα λόγια ανεπίτρεπτες. Πάντως στις υψηλότερες επιφάνειες των τοίχων του ναού τα ψηφιδωτά σώζονται σε αρκετά καλή κατάσταση.
Παρά τα παραπάνω προβλήματα οι αρχαιολόγοι, με τη βοήθεια των περιγραφών των περιηγητών, έχουν κατορθώσει να αποκαταστήσουν την εικόνα που είχε η ψηφιδωτή διακόσμηση του καθολικού της μονής Δαφνίου αμέσως μετά την ολοκλήρωσή της. Βάσει της στυλιστικής αποτίμησης των απεικονιζόμενων συνθέσεων, αυτή τοποθετείται στις τελευταίες δεκαετίες του 11ου αιώνα. To εικονογραφικό πρόγραμμα ακολουθεί σε μεγάλο βαθμό τα πρότυπα που είχαν καθιερωθεί στην Κωνσταντινούπολη μετά τη λήξη της Εικονομαχίας (726-787 και 815-843). Αυτό σημαίνει ότι στον τρούλο δεσπόζει η μορφή του Χριστού Παντοκράτορα πλαισιωμένη από διάφορους προφήτες, ενώ στα ημιχώνια και τα υψηλότερα μέρη του ναού έχουμε ευαγγελικές σκηνές, δηλαδή επεισόδια από τη ζωή του Χριστού.

 

Η τεχνική κατασκευής των βυζαντινών ψηφιδωτών
Στους βυζαντινούς ναούς τα ψηφιδωτά καταλάμβαναν τα ανώτερα τμήματα των τοίχων καθώς και την οροφή, δηλαδή τους θόλους και τον τρούλο, ενώ οι χαμηλότερες επιφάνειες των τοίχων καλύπτονταν από μαρμάρινες πλάκες (ορθομαρμάρωση). Οι ψηφιδωτές παραστάσεις αποτελούν το αποτέλεσμα μακροχρόνιας και επίπονης εργασίας. Οι τεχνίτες έπρεπε να είναι οπλισμένοι με μεγάλη υπομονή, ώστε να αντεπεξέλθουν στο χρονοβόρο έργο της κατασκευής και ακολούθως της τοποθέτησης τεράστιων αριθμών μικρότατων ψηφίδων. Αυτές κατασκευάζονταν, για την ακρίβεια κόβονταν, από ποικίλα υλικά, συχνά ακριβά και σπάνια μάρμαρο και διάφορες άλλες πέτρες με έντονους χρωματισμούς, κεραμίδι και χρωματιστή υαλόμαζα. To γεγονός ότι τα βυζαντινά ψηφιδωτά ήταν μακριά από τα δάπεδα και έτσι δεν κινδύνευαν να φθαρούν από τα πόδια των πιστών, επέτρεψε την εκτεταμένη χρήση γυάλινων ψηφίδων, πράγμα που προσέδιδε αξιοθαύμαστο χρωματικό πλούτο και στιλπνότητα στη διακόσμηση. Βέβαια, όπως διαπιστώσαμε εξετάζοντας την εξαιρετική διακόσμηση του καθολικού της μονής Δαφνίου, η κατεξοχήν αιτία για τη μοναδική λαμπρότητα των βυζαντινών ψηφιδωτών είναι η χρήση χρυσών και αργυρών ψηφίδων. Αυτές οι ψηφίδες χρησιμοποιούνταν για να ποικίλουν πολυτελή ή ιδιαίτερα φωτισμένα ενδύματα, έπιπλα και κτήρια (χρυσοκοντηλιά), αλλά κυρίως για να γεμίσουν το βάθος διαφόρων παραστάσεων. To χρυσό βάθος προσδίδει υπερβατικό-εξωπραγματικό χαρακτήρα στις συνθέσεις και κάνει τις πρωταγωνιστικές μορφές να μοιάζουν άυλες. Οι χρυσές και οι αργυρές ψηφίδες κατασκευάζονταν ως εξής: πάνω σε στρώμα ειδικά επεξεργασμένου γυαλιού άπλωναν κόλλα και ακολούθως λεπτότατο φύλλο χρυσού ή ασημιού. Αυτό με τη σειρά του το κάλυπταν με λεπτό προστατευτικό στρώμα γυαλιού (εφυάλωση). Μετά την κατασκευή και την προσεκτική επιλογή των ψηφίδων, ακολουθούσε η προετοιμασία του τοίχου που θα φιλοξενούσε το ψηφιδωτό. Αρχικά γινόταν στεγανοποίηση με χρήση πίσσας ή ρητίνης, ώστε η πολυτελής παράσταση να προστατευτεί από την υγρασία που θα τραβούσε ο τοίχος. Προκειμένου να συνδεθεί στέρεα το υπόστρωμα των ψηφιδωτών με τον τοίχο, ιδίως σε περιπτώσεις θόλων, κάρφωναν ανά διαστήματα καρφιά με πλατύ κεφάλι, που εξείχαν από τον τοίχο και χώνονταν στο πρώτο στρώμα σοβά του υποστρώματος.
Ο άγιος Βάκχος από το καθολικό της μονής Δαφνίου.
Η παράσταση της Προδοσίας του Ιούδα στον εσωνάρθηκα του καθολικού της μονής.
Η μορφή του απόστολου Πέτρου από την παράσταση της Μεταμόρφωσης στο βορειοδυτικό ημιχώνιο του καθολικού της μονής.
Συνολικά περνούσαν την επιφάνεια του τοίχου με τρία επάλληλα στρώματα σοβά. To πρώτο ήταν αρκετά χονδρό, καθώς περιείχε ασβέστη, άμμο, θηραϊκή γη και τριμμένο κεραμίδι. To μείγμα αυτό, γνωστό ως υδραυλικό κονίαμα ή κουρασάνι, ήταν εξαιρετικής σκληρότητας και ιδιαίτερα ανθεκτικό στην υγρασία. Ακολουθούσε στρώμα λεπτότερου και καθαρότερου κονιάματος, όπου και γινόταν το προσχέδιο της παράστασης του ψηφιδωτού. Ενίοτε το προσχέδιο σε πολύ γενικές γραμμές γινόταν κατευθείαν στον γυμνό, ασοβάτιστο τοίχο, προκειμένου η διακόσμηση να οργανωθεί αποτελεσματικά σε σχέση με το επιθυμητό εικονογραφικό πρόγραμμα και την αρχιτεκτονική διάταξη των χώρων.
Μετά το δεύτερο στρώμα επιχρίσματος απλωνόταν ένα ακόμα λεπτότερο κονίαμα, πάνω στο οποίο οι υπομονετικοί τεχνίτες έμπηγαν τις ψηφίδες. To τμήμα αυτό της εργασίας ήταν ιδιαίτερα απαιτητικό, καθώς οι απειράριθμες ψηφίδες έπρεπε να τοποθετηθούν στον επιχρισμένο τοίχο με ανόμοια κλίση, ώστε να έχουν διαφορετική συμπεριφορά στο φως, πολλαπλασιάζοντας τη λάμψη της πολύχρωμης επιφάνειας. Ο λεπτότατος σοβάς απλωνόταν τμηματικά, σε επιφάνειες τόσο περιορισμένες, ώστε να επιτρέπουν στους ψηφοθέτες να προλαβαίνουν να δουλεύουν όσο το επίχρισμα ήταν αρκετά νωπό και οι ψηφίδες κολλούσαν καλά. Έτσι, κάθε μέρα εργασίας (μεροκάματο) ξεκινούσε με την επίστρωση του λεπτότερου σοβά στην επιφάνεια που υπολόγιζαν πως θα ολοκληρωνόταν μέχρι το τέλος της ημέρας. Στα σημεία όπου απαιτούνταν εξαιρετική προσήλωση και λεπτομέρεια, όπως τα κεφάλια των μορφών, χρησιμοποιούνταν η μέθοδος της έμμεσης ψηφοθέτησης: τα σχέδια δουλεύονταν σε οθόνια από λινό πανί που τοποθετούνταν στην κατάλληλη θέση του τοίχου.
Σε αντίθεση με τα αρχαιοελληνικά και ρωμαϊκά ψηφιδωτά, που λειαίνονταν εκτενώς μετά την τοποθέτηση της τελευταίας ψηφίδας, η επιφάνεια των βυζαντινών ψηφιδωτών παρέμενε εντελώς ακατέργαστη. Έτσι, η αντανακλαστικότητα των σε διαφορετικές κλίσεις τοποθετημένων ψηφίδων αυξανόταν ακόμα περισσότερο, προσδίδοντας επιπλέον φωτεινότητα στο τελικό αποτέλεσμα.
Η ΜΟΝΗ ΔΑΦΝΙΟΥ ΣΗΜΕΡΑ
ΔΕΙΤΕ ΕΠΙΣΗΣ