Ακόμα και επισκέπτες που δεν ενδιαφέρθηκαν ποτέ για τις τοπικές λαϊκές φορεσιές είναι αδύνατο να μείνουν ασυγκίνητοι στον νέο, υπερσύγχρονο εκθεσιακό χώρο τοπικών ενδυμασιών του Λυκείου Ελληνίδων Καλαμάτας, έργο της συλλέκτριας Βικτωρίας Καρέλια.
Διαβάστε ακόμα: 2 ελληνικά στα μουσεία που πρέπει κάποιος οπωσδήποτε να επισκεφθεί στη ζωή του
Οτζάκος, το σεγκούνι, το καβάδι, ο ντουλαμάς, το κατσούλι παύουν να είναι άγνωστες λέξεις για τον απλό επισκέπτη του νέου εκθεσιακού χώρου τοπικών λαϊκών ενδυμασιών του Λυκείου Ελληνίδων Καλαμάτας. Εργο ιδιωτικής πρωτοβουλίας και αφιλοκερδούς εργασίας των βασικών συντελεστών του, αυτό το κόσμημα πολιτισμού έγινε πραγματικότητα χάρη στο πάθος, την επιμονή και τους πόρους της συλλέκτριας-δωρήτριας και προέδρου του ΛΕΚ Βικτωρίας Καρέλια.
Ο σαγιάς, το τσεμπέρι, το κοντογούνι, το μεϊτάνι, οι κορφουλήθρες και τα αντεριά αφηγούνται την ιστορία της τοπικής λαϊκής φορεσιάς από τα μέσα του 18ου έως τις αρχές του 20ού αιώνα, αξιοποιώντας όλα τα σύγχρονα μέσα: υψηλή τεχνολογία, μοντέρνα σκηνογραφία, υποδειγματική χρήση ήχου και φωτός. Ακόμα και τα παιδιά της γενιάς των smartphones εδώ συμμετέχουν, συχνά εκστασιάζονται μπροστά στις προθήκες. Τα δε «καρτελάκια» με τις περιγραφές έχουν αντικατασταθεί από οθόνες αφής, που κάνουν την εμπειρία διαδραστική και απολαυστική. Το βιβλίο επισκεπτών, που εγκαινίασε τον περασμένο Οκτώβριο ο Πρόεδρος της Δημοκρατίας Προκόπης Παυλόπουλος, γεμίζει μέρα με τη μέρα με συγχαρητήρια και ευχαριστίες Ελλήνων και ξένων, μεγάλων και μικρών, που μυούνται σε έναν πολύχρωμο κόσμο υψηλής ραπτικής και συνειδητοποιούν το μεγαλείο της πολιτιστικής κληρονομιάς αυτού του τόπου.
ΟΝΕΙΡΟ ΖΩΗΣ
Πριν από τέσσερα χρόνια, ετοιμάζοντας ένα αφιέρωμα του περιοδικού «Κ» στη Μεσσηνία, είχα συναντήσει τη Βικτωρία Καρέλια και μου μιλούσε για το όραμά της να στεγάσει τη συλλογή ενδυμασιών της –μία από τις μεγαλύτερες στην Ελλάδα, αποτέλεσμα προσπάθειας 45 και πλέον ετών– σε έναν χώρο αντάξιό τους. Για την ακρίβεια, αντάξιο του ταλέντου, της φαντασίας και της υψηλής τεχνογνωσίας των ανθρώπων που δημιούργησαν αυτά τα σπάνια έργα λαϊκής τέχνης, είτε επρόκειτο για γυναίκες που έραβαν μόνες τους τα γιορτινά και τα νυφικά τους, είτε για τους επαγγελματίες τερζήδες, τους ραφτάδες-κεντηστές που περιόδευαν σε κωμοπόλεις και χωριά.
Φωτογραφία: ΒΑΓΓΕΛΗΣ ΖΑΒΟΣ
Τοπικές φορεσιές της Πελοποννήσου: από αριστερά, ανδρική της Μάνης, γυναικεία καθημερινή
της Αλαγονίας Μεσσηνίας, γιορτινή της Αργολίδας, νυφική από την Περαχώρα Κορινθίας
και νυφική από την ορεινή Κορινθία.
Τα «θεμέλια» είχαν ήδη μπει: το διατηρητέο κτίριο Πλεμματιά-Βογιόπουλου του 1875 είχε παραχωρηθεί με χρησιδάνειο για 99 χρόνια από τον Δήμο Καλαμάτας, η διαδικασία έγκρισης των σχεδίων από το Υπουργείο Πολιτισμού είχε ολοκληρωθεί, οι εργασίες είχαν ξεκινήσει… Και πάλι, όμως, ο δρόμος προς την ολοκλήρωση έμοιαζε ανηφορικός. Και το καλοκαίρι του 2016, πριν από τα εγκαίνια, έγινε αγώνας δρόμου.
H Βικτωρία Καρέλια, πρόεδρος του Λυκείου Ελληνίδων Καλαμάτας.
(Φωτογραφία: ΒΑΓΓΕΛΗΣ ΖΑΒΟΣ)
«Οραματιζόμαστε έναν εκθεσιακό χώρο σε διαρκή κίνηση και διάλογο με την επιστήμη, την τέχνη, τους επισκέπτες, τη λυκειακή και μουσειακή κοινότητα», είχε πει η κ. Καρέλια στην ομιλία της στα εγκαίνια. «Οραματιζόμαστε έναν ζωντανό οργανισμό, ενταγμένο στον κοινωνικό και πολιτιστικό ιστό της πόλης, και ταυτόχρονα ανοιχτό σε ολόκληρη την Ελλάδα και τον κόσμο της παράδοσης των λαών. Οραματιζόμαστε νέες οπτικές, μέσα από τις οποίες θα μπορεί κανείς να προσεγγίσει την ελληνική ενδυμασία, για να φτάσει στον πυρήνα της, που είναι η ακάματη μετατροπή του εσωτερικού κόσμου του λαού μας σε φως».
Αυτό το φως μάς καλωσορίζει στο νούμερο 64 της οδού Σταδίου και σε ένα κτίριο αναπαλαιωμένο εντυπωσιακά από τον αρχιτέκτονα Θανάση Κυρατσού, που έχει αποκαταστήσει μνημεία όπως η Εκκλησία της Trinita dei Mondi, το Palazzo Madama και η βίλα Medici στη Ρώμη. Ο χώρος είναι αφαιρετικός, απαλλαγμένος από καθε διακοσμητικό στοιχείο που θα μπορούσε να ανταγωνιστεί τους μεγάλους πρωταγωνιστές – τα ίδια τα εκθέματα. Το μαύρο κυριαρχεί, οι πανύψηλες γυάλινες προθήκες –που εξασφαλίζουν ιδανικές συνθήκες θερμοκρασίας και υγρασίας– «ζωντανεύουν» με αόρατους κινούμενους μηχανισμούς, τα ενδυματολογικά σύνολα αλλά και τα μεμονωμένα κομμάτια (κοντουγούνια, κοσμήματα, πόρπες) λάμπουν χάρη στους υποδειγματικούς φωτισμούς που επιμελήθηκε η Ελευθερία Ντεκώ, ενώ το υποβλητικό ηχοτοπίο που δημιούργησε ειδικά για το μουσείο ο βραβευμένος συνθέτης Δημήτρης Μπάκας συμβάλλει στη μυσταγωγική εμπειρία.
Λεπτομέρεια από χρυσοκέντητο κοντογούνι. (Φωτογραφία: BΑΓΓΕΛΗΣ ΖΑΒΟΣ)
Ανατρέχω και πάλι στην ομιλία της κ. Καρέλια: «Mε μια απόλυτα λιτή και σύγχρονη παρουσίαση, επιχειρούμε να συγκεντρώσουμε το βλέμμα του επισκέπτη στην κυριαρχική μορφή των εκθεμάτων. Εχει πολύ εύστοχα ειπωθεί ότι αυτό που διακρίνει έναν Ελληνα είναι η αίσθηση της πραγματικότητας ως μορφής, που υπάρχει ανεξάρτητα από οτιδήποτε την περιβάλλει. Μέσα σε ένα αφαιρετικό περιβάλλον, οι ενδυμασίες αποσχίζονται από τον χρόνο και ανοίγονται στον καθαρό χώρο, μεταφέροντας εξ ολοκλήρου την αόρατη υπόστασή τους στην ορατή τους επιφάνεια. Ο χρόνος δεν κυλάει πια, αναβλύζει. Δεν έρχεται από το χθες προς το σήμερα, αλλά από κάτω προς τα επάνω. Πραγματοποιείται, έτσι, μια μετάβαση από την κοινή ιστορική διάσταση σε μια διάσταση όπου έχουμε να κάνουμε με αξίες όπως η ομορφιά».
ΑΝΕΒΑΙΝΟΝΤΑΣ
H έκθεση είναι οργανωμένη σε τρία επίπεδα. Στο ισόγειο παρουσιάζονται τοπικές ενδυμασίες με σεγκούνι, τον επενδύτη του αγροτικού και κτηνοτροφικού κόσμου της στεριανής Ελλάδας. «Το ύφασμά του κατασκευάζεται από μαλλί, ράβεται και διακοσμείται από ειδικούς ραφτάδες, τους τερζήδες. Η παράθεση των κατά τόπους παραλλαγών του υπαινίσσεται την πρακτική και αισθητική παρουσία του στον αγροτικό κόσμο μέσα από το σχήμα του και τις τεχνικές των κεντημάτων του», διαβάζω στην οθόνη του tablet-ξεναγού μου. Στον πρώτο όροφο, «ο ενδυματολογικός κόσμος των ημινομαδικών πληθυσμών –Σαρακατσάνων και Βλάχων– συνομιλεί με τον ενδυματολογικό κόσμο των κοινοτήτων με εμπορικές και βιοτεχνικές δραστηριότητες, με τοπικές ενδυμασίες με καβάδι και αντερί». Στον δεύτερο όροφο, το φουστάνι – τσούκνα, σχηματική παραλλαγή της βυζαντινής δαλματικής, συναντάται με την αναγεννησιακή του εκδοχή, με τα πολύπτυχα φουστάνια των παράλιων και νησιωτικών περιοχών με εμπορικές επαφές με τη Δύση. Ο επίλογος γράφεται με την καθιέρωση του νεότερου φουστανιού από τη βασίλισσα Αμαλία και την επικράτηση της δυτικής μόδας, με την καθοριστική συμβολή της βασίλισσας Ολγας.
Γυναικεία αυλική ενδυμασία της εποχής του Γεωργίου Α΄.
(Φωτογραφία: ΚΩΣΤΑΣ ΒΕΡΓΑΣ)
Κάθε έκθεμα αφηγείται τη δική του ιστορία – και σε αφήνει να μαντέψεις πόσα χιλιόμετρα κλωστής, πόσα ξενύχτια υπό το φως μιας λάμπας πετρελαίου, πόση γνώση και μεράκι χρειάστηκε η δημουργία του. Αλλά και με πόσο καμάρι φορέθηκε στην εποχή του, μέχρι να κλειστεί σε κάποιο σεντούκι περιμένοντας να αποκτήσει μια δεύτερη ζωή, αποκατεστημένο, ως μουσειακό έκθεμα. Συντήρηση, ταυτοποίηση, καταλογογράφηση, ταξινόμηση, φωτογράφιση σε υπερ-υψηλή ανάλυση –όλη δηλαδή η προεργασία για να πάρει η έκθεση τη σημερινή μορφή που απολαμβάνει ο επισκέπτης– κρύβουν χιλιάδες ώρες κοπιαστικής δουλειάς, με προσοχή στην παραμικρή λεπτομέρεια: και μόνο να ντυθεί σωστά καθένα από τα χειροποίητα «μανεκέν» που δημιούργησε ειδικά για το μουσείο ο ιστορικός αγγλικός οίκος H&H Sculptors του Garry Hall χρειάστηκε έως και μία ολόκληρη ημέρα.
ΕΝΑ ΔΩΡΟ ΣΤΗΝ ΕΛΛΑΔΑ
Η Βικτωρία Καρέλια δηλώνει υπερήφανη που το έργο στηρίχτηκε σχεδόν αποκλειστικά στην ιδιωτική πρωτοβουλία. Η λειτουργία του θα υποστηρίζεται ενεργά από το Ιδρυμα Γεωργίου και Βικτωρίας Καρέλια. Απομένει η ολοκλήρωση τυπικών διαδικασιών, ώστε να θεσπιστεί συμβολικό εισιτήριο και να λειτουργήσει ένα κομψό πωλητήριο. Αναμένεται η έκδοση καταλόγου, η λειτουργία της ιστοσελίδας… Και τα σχέδια δεν σταματούν. «Το καλοκαίρι θα φιλοξενούμε στην αυλή εκδηλώσεις, ομιλίες από ανθρώπους καταξιωμένους, μουσικές συναντήσεις… Να ζωντανέψει ο χώρος, να μην έρχεσαι απλώς να βλέπεις και να φεύγεις», λέει η κ. Καρέλια. Ηδη πάντως η ανταπόκριση είναι μεγάλη: εκδρομείς από την Αθήνα και άλλες περιοχές της Ελλάδας, σχολεία από όλη την Πελοπόννησο, ξένοι τουρίστες, Λύκεια Ελληνίδων, λαογραφικοί σύλλογοι, έως και μια ομάδα Αγγλων συντηρητών από το Victoria & Albert Museum του Λονδίνου έχουν θαυμάσει τη συλλογή.
Στα εγκαίνια, η κ. Καρέλια είχε αναφέρει ότι η απόσταση που χωρίζει τη σημερινή παγκοσμιοποιημένη Ελλάδα από τη φτωχότερη μεν, πιο διαφοροποιημένη δε, κοινωνία που γέννησε τις ενδυμασίες αυτές δεν είναι χρονική ή ποσοτική αλλά πρωτίστως ποιοτική. Τι εννοούσε; «Σε αυτές τις φορεσιες βλέπετε το ελεύθερο πνεύμα του Ελληνα, που δεν μπαίνει σε καλούπια. Θλίβομαι που δεν υπάρχει πια η ανησυχία της αναζήτησης, της έρευνας για το διαφορετικό, αυτή που μας έκανε κάποτε να μεγαλουργήσουμε. Υπάρχει μόνο το τετριμμένο. Το βόλεμα…»
ΟΙ ΣΥΝΤΕΛΕΣΤΕΣ
Την προετοιμασία των εκθεμάτων επιμελήθηκε η ενδυματολόγος-πρόεδρος του Πελοποννησιακού Λαογραφικού Ιδρύματος Ιωάννα Παπαντωνίου, πρωτοπόρος στη διάσωση και στην ανάδειξη της λαϊκής παράδοσης στην Ελλάδα, σε συνεργασία με τον σκηνογράφο Σταμάτη Ζάννο. Τα επεξηγηματικά κείμενα επιμελήθηκε η συνεργάτιδα του Μουσείου Μπενάκη Ξένια Πολίτου, ενώ τα εκθέματα κατέταξε η λαογράφος καθηγήτρια Νάντια Μαχά-Μπιζούμη. Ο πολιτικός μηχανικός Δημήτρης Πάστρας και ο μηχανολόγος μηχανικός Νικόλαος Πράσινος υλοποίησαν την τεχνική-μηχανολογική μελέτη αντίστοιχα. Η αρχιτέκτων Ελένη Κανάκη και η πολιτικός μηχανικός Ελένη Αγγελοπούλου, μέλη του Δ.Σ. του Λυκείου, ανέλαβαν την οργάνωση και την παρακολούθηση των εργασιών της αποπεράτωσης και της διαμόρφωσης του κτιρίου. Η φωτογράφιση των ενδυμασιών έγινε από τον Κώστα Βέργα.
Η ΑΦΑΝΗΣ ΗΡΩΙΔΑ ΤΗΣ ΣΥΝΤΗΡΗΣΗΣ
Επιστρέφοντας στην Αθήνα, κάνουμε μια στάση στο Ναύπλιο, για να γνωρίσουμε την αφανή ηρωίδα της συντήρησης των παραδοσιακών ενδυμάτων στη χώρα μας Βασιλική Μηναίου. Από τα χέρια της έχουν περάσει οι θησαυροί του Πελοποννησιακού Λαογραφικού Ιδρύματος, του Μουσείου Μπενάκη, της συλλογής Καρέλια. Το αρχείο της, όπου έχει φωτογραφίσει και καταγράψει εκατοντάδες φορεσιές και βήμα βήμα κάθε επιδιόρθωση που τους έκανε, είναι ένας θησαυρός καταχωνιασμένος σε κουτιά. «Σε τρία σπίτια και τρία υπόγεια, μέχρι κάποιος να μου τα ζητήσει και να τα αξιοποιήσει», όπως λέει. Ο καημός της είναι ότι κανείς από τους νέους που κατα καιρούς την επισκέφτηκαν δεν ενδιαφέρθηκε πραγματικά να μαθητεύσει δίπλα της, ώστε να παραλάβει τη σκυτάλη. Οσο τα μάτια και τα χέρια της την κρατούν, συνεχίζει. Η συσσωρευμένη τεχνογνωσία της κινδυνεύει να χαθεί μαζί της.
Η Βασιλική Μηναίου
Η Βασιλική Μηναίου εκπαιδεύτηκε επί τρία χρόνια στο Μουσείο Victoria & Albert του Λονδίνου, όπου έστειλε ένα απλό, ειλικρινές βιογραφικό με παρότρυνση της πρωτοπόρου Ιωάννας Παπαντωνίου, σκηνογράφου, ενδυματολόγου, ιδρύτριας και προέδρου του ΠΛΙ. «Τότε στην Ελλάδα δεν είχαμε συντήρηση», λέει. «Τους έγραψα την αλήθεια, ότι είχα ασχοληθεί με την κεραμική, ότι ήξερα που παν τα τέσσερα στα ρούχα, ότι είχα γυρίσει λίγο στα χωριά και είχα μάθει πώς υφαίνουν. Με δέχτηκαν».
Στη χώρα τού «ό,τι δηλώσεις είσαι», η κ. Μηναίου είναι… εκνευριστικά ταπεινόφρων, πεισματικά αρνούμενη να υφάνει ένα πέπλο μύθου γύρω από την εργασία της. Εγώ πάλι, ως μη ειδικός, βρίσκω συγκινητικό έως και τον τρόπο που ξεδιπλώνει κάθε φορά ένα φθαρμένο ρούχο που φτάνει στο ανοξείδωτο τραπέζι της, κάνει την αρχική «διάγνωση» (τρύπες στις μασχάλες, φαγωμένα κεντητά, ξεθωριασμένα χρώματα) και σχεδιάζει τις χειρουργικές της παρεμβάσεις. Αλλού βάζει ύφασμα ίδιου χρώματος (ή βαμμένο) από κάτω και συγκρατεί το αυθεντικό με επιδέξιες βελονιές, άλλες φορές το ρούχο είναι βρώμικο και πρέπει να το καθαρίσει προσεκτικά με νερό και μετά να το στραγγίξει με στυπόχαρτο και να περιμένει μέρες μέχρι να στεγνώσει, άλλες πάλι να ζωντανέψει τα χρώματα με ατμό.
Διαβάστε ακόμα: 4 καινούρια και πρωτότυπα ευρωπαϊκά μουσεία που πρέπει να επισκεφθείς
Η διαδικασία είναι εξαιρετικά χρονοβόρα – έως και μήνα μπορεί να χρειαστεί. Τα υλικά, που έρχονται είτε από την Αθήνα είτε ακόμα και από τη Γαλλία, γινονται όλο και πιο δυσευρετα, ειδικά αν μιλάμε για χρυσή κλωστή. Το κόστος; Αν μια πλήρης αυθεντική φορεσιά κοστίζει έως και 10-20 χιλιάδες για να αγοραστεί, η συντήρησή της μπορεί να κοστίσει τα διπλάσια. Αναφέρεται σε όλα τα ενδύματα που έχουν περάσει από τα χέρια της σαν ορφανά παιδιά – «τα καημένα» λέει. Ολα τα αγαπάει. Κι όσο μπορεί θα τα φροντίζει.
Πηγή: msn.com