Πέρασε πάνω από μια δεκαετία κι όμως παραμένει ανολοκλήρωτη… η πολυδιαφημισμένη αναμόρφωση της ευρωπαϊκής νομοθεσίας.
Η πολυδιαφημισμένη αναμόρφωση της ευρωπαϊκής νομοθεσίας για τα δικαιώματα των επιβατών αεροπλάνων παραμένει κολλημένη στα γρανάζια των ευρωπαϊκών διαπραγματεύσεων, αφήνοντας εκατομμύρια ταξιδιώτες αντιμέτωπους με ένα θολό και συχνά ανεπαρκές πλαίσιο προστασίας. Παρότι όλοι αναγνωρίζουν ότι ο ισχύων κανονισμός —ο περίφημος EC 261/2004— χρειάζεται εκσυγχρονισμό, οι διαφορές μεταξύ Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και Συμβουλίου παραμένουν αγεφύρωτες.
Ο κανονισμός που εφαρμόζεται σήμερα θεσπίστηκε πριν από περισσότερα από είκοσι χρόνια, σε μια εποχή όπου ο αεροπορικός χάρτης ήταν αγνώριστος σε σχέση με το σημερινό. Οι low-cost εταιρείες τότε μόλις ξεκινούσαν· σήμερα κυριαρχούν. Τα αεροδρόμια λειτουργούσαν σε χαμηλότερους ρυθμούς· σήμερα συχνά καταγράφονται ακραία φαινόμενα υπερφόρτωσης. Και τα δικαιώματα των επιβατών —έστω και αν υφίστανται τυπικά— αποδεικνύονται δύσχρηστα και συχνά δύσκολα διεκδικήσιμα στην πράξη.
Η Ευρωπαϊκή Επιτροπή πρότεινε ήδη από το 2013 μια σημαντική αναθεώρηση του πλαισίου, με στόχο να ενισχυθεί η ενημέρωση των επιβατών, να απλοποιηθεί η διαδικασία υποβολής αξιώσεων και να αποσαφηνιστούν τα όρια αποζημίωσης σε περιπτώσεις καθυστέρησης ή ακύρωσης πτήσεων. Παράλληλα, επιδιώχθηκε να μπει τέλος στις γκρίζες ζώνες γύρω από τις αποσκευές καμπίνας και τις επιπλέον χρεώσεις. Όμως η προσπάθεια βρέθηκε γρήγορα σε πολιτικό αδιέξοδο.
Το βασικό σημείο σύγκρουσης είναι φαινομενικά απλό: «πότε δικαιούται ένας επιβάτης χρηματική αποζημίωση λόγω καθυστέρησης;» Το Ευρωπαϊκό Κοινοβούλιο και οργανώσεις καταναλωτών επιμένουν στο σημερινό όριο των τριών ωρών, θεωρώντας ότι οποιαδήποτε αύξηση αποδυναμώνει ουσιαστικά την προστασία των ταξιδιωτών. Από την άλλη πλευρά, τα κράτη-μέλη μέσω του Συμβουλίου υιοθετούν πιο ευνοϊκή στάση προς τις αεροπορικές εταιρείες, ζητώντας αύξηση του ορίου στις τέσσερις ή και περισσότερες ώρες –ιδίως για μακρινές πτήσεις– προκειμένου να μειωθεί το οικονομικό βάρος των αποζημιώσεων.
Δεύτερη εστία έντονης διαφωνίας αποτελεί το θέμα των χειραποσκευών. Οι αεροπορικές χαμηλού κόστους έχουν στηρίξει εδώ και χρόνια το επιχειρηματικό τους μοντέλο στην επιπλέον χρέωση για αποσκευές καμπίνας. Η υποχρεωτική δωρεάν μεταφορά τους, όπως ζητούν αρκετοί ευρωβουλευτές, εκτιμάται ότι θα οδηγούσε σε αυξήσεις στα βασικά εισιτήρια, ακυρώνοντας –κατά τους υποστηρικτές των εταιρειών– το όφελος των φθηνών πτήσεων για τους καταναλωτές.
Το αποτέλεσμα είναι ένα παρατεταμένο τέλμα. Στις πιο πρόσφατες διαπραγματεύσεις, οι δύο θεσμοί απέτυχαν εκ νέου να καταλήξουν σε συμβιβασμό, μεταθέτοντας ουσιαστικά το πρόβλημα στο μέλλον. Σε μια προσπάθεια «προσωρινής ανακούφισης», η Ευρωπαϊκή Επιτροπή εξέδωσε το 2024 ανανεωμένες ερμηνευτικές οδηγίες για τον ισχύοντα κανονισμό, δίνοντας περισσότερη σαφήνεια για τα δικαιώματα των επιβατών βάσει δικαστικών αποφάσεων. Ωστόσο, οι οδηγίες αυτές δεν αποτελούν νέο νόμο· είναι απλώς προσπάθεια να βελτιωθεί η καθημερινή εφαρμογή ενός πλαισίου που θεωρείται πλέον παρωχημένο.
Για χώρες όπως η Ελλάδα, το ζήτημα έχει ιδιαίτερη βαρύτητα. Η αεροπορική σύνδεση αποτελεί ζωτική ανάγκη τόσο για τους πολίτες των νησιωτικών περιοχών όσο και για τον τουρισμό. Καθυστερήσεις και ακυρώσεις δεν σημαίνουν απλώς «ταλαιπωρία», αλλά απώλειες διαμονής, εργασιακές ακυρώσεις, χαμένες ανταποκρίσεις και επιπλέον έξοδα. Παρά τα προβλήματα, πολλοί επιβάτες αγνοούν ακόμη τα δικαιώματά τους ή αποθαρρύνονται από τη χρονοβόρα διαδικασία διεκδίκησης αποζημίωσης.
Στον πυρήνα της σύγκρουσης βρίσκεται ένα διαχρονικό ερώτημα: έως πού μπορεί να φτάσει η προστασία του καταναλωτή χωρίς να αποσταθεροποιηθεί ένας κλάδος που ήδη λειτουργεί με οριακά περιθώρια κέρδους; Οι επιβάτες ζητούν σαφείς, αυτόματες και δίκαιες αποζημιώσεις. Οι αεροπορικές, από την άλλη, προειδοποιούν ότι νέες οικονομικές επιβαρύνσεις θα οδηγήσουν σε ακριβότερα εισιτήρια και περικοπή δρομολογίων – ιδίως στις λιγότερο επικερδείς περιφερειακές γραμμές.
Μέχρι να υπάρξει τελική συμφωνία, το σημερινό καθεστώς συνεχίζει να ισχύει αμετάβλητο: ένα σύστημα που τυπικά προστατεύει τον επιβάτη, αλλά που στην πράξη αφήνει συχνά ανοιχτά παράθυρα καθυστέρησης, αμφισβήτησης και γραφειοκρατικής κόπωσης. Το ερώτημα δεν είναι αν η ευρωπαϊκή νομοθεσία χρειάζεται εκσυγχρονισμό — αυτό είναι κοινώς αποδεκτό. Το πραγματικό ερώτημα είναι πόσο ακόμη θα περιμένουν οι επιβάτες μέχρι η πολιτική βούληση να συμβαδίσει με την καθημερινή τους πραγματικότητα.
Δείτε επίσης





