Η Μογγολία είχε την ατυχία να βρίσκεται γεωγραφικά ανάμεσα σε δύο γίγαντες. Ο κινέζικος δράκος έκαψε και η ρώσικη αρκούδα διέλυσε ό,τι είχε απομείνει από την περίφημη αυτοκρατορία του πολέμαρχου Τζένγκις Χαν.

Όσο κι αν φαίνεται απίθανο, μια χούφτα άνθρωποι, σκληραγωγημένοι και συνάμα υπέροχοι πολεμιστές, κατέβηκαν από τις στέπες της Μογγολίας καβάλα στα άλογά τους, για να σπείρουν τον τρόμο και τελικά να κυριαρχήσουν από την Κίνα μέχρι και τη σημερινή Πολωνία. Το 12ο αιώνα μ.Χ., ο Κύριος του Ουρανού -όπως αποκαλείται από το λαό του ο Τζένγκις Χαν- δημιούργησε το μεγαλύτερο βασίλειο του κόσμου και κατέλαβε με τις στρατιές του σχεδόν τον μισό από τον τότε γνωστό κόσμο. Ο μεγάλος Μογγόλος ηγέτης πέθανε το 1227 κι από τότε ο λαός του τιμωρείται αλύπητα για την υπεροπτική του συμπεριφορά. Οι αλύγιστοι Μογγόλοι νομάδες έπεσαν στα χέρια, πρώτα των Κινέζων και μετά των Ρώσων. Τόσο οι μεν όσο και οι δε φρόντισαν στο πέρασμά τους να καταστρέψουν τα πάντα και, κυρίως, ό,τι είχε σχέση με την ιστορία του μογγολικού έθνους. Οι Μογγόλοι έπρεπε να πειστούν ότι είναι ένα ασήμαντο κι οπισθοδρομικό έθνος· ένα έθνος που οι μεγάλες δυνάμεις αποφάσισαν να εκπολιτίσουν.

Σήμερα, ο λαός ελάχιστα γνωρίζει για τον Ταμερλάνο και τον Τζένγκις Χαν. Αντίθετα, γνωρίζει σχεδόν τα πάντα για τον Λένιν και τον Μάο. Οι Ρώσοι, μέχρι και τη στιγμή που αποχώρησαν από τη Μογγολία, τη δεκαετία του ’90, φρόντισαν να εξαφανίσουν περγαμηνές, χειρόγραφα, βιβλία, αντικείμενα τέχνης, οικοδομήματα και ιστορικά τεκμήρια της μογγολικής ιστορίας. Η βουδιστική θρησκεία απαγορεύτηκε, όπως επίσης η μογγολική γλώσσα και η λατρεία του Σαμανισμού, που ήταν ευρέως διαδεδομένη στις αχανείς στέπες της μογγολικής επαρχίας.

Όσο για το τι άφησαν οι Ρώσοι στη χώρα; Ένα πανάρχαιο σύστημα θέρμανσης, τη μαφία και τη γραφειοκρατία.

Σήμερα, ένα κομμάτι της χώρας προσπαθεί σιγά σιγά να εκσυγχρονιστεί, ενώ ο λαός προσπαθεί να ισορροπήσει ανάμεσα στο χτες, το σήμερα και το αύριο.

ΟΥΛΑΝ ΜΠΑΤΟΡ

Το αεροσκάφος των Μογγολικών Αερογραμμών προσγειώνεται στην Ουλάν Μπατόρ, πρωτεύουσα της Μογγολίας και με διαφορά η μεγαλύτερη πόλη της χώρας. Με την πρώτη ματιά καταλαβαίνω ότι η Ουλάν Μπατόρ έχει την όψη και την αίσθηση μιας παραμελημένης ευρωπαϊκής πόλης της δεκαετίας του ’50. Ενώ διασχίζουμε την πόλη, παρατηρώ τις σοβιετικού τύπου πολυκατοικίες, τα σοβιετικά μοντέλα αυτοκινήτων και λεωφορεία. Μαθαίνω ότι η πόλη τα τελευταία 10 χρόνια αναπτύσσεται ταχύτατα και ότι οι κάτοικοι προσπαθούν, με νύχια και με δόντια, να την εκμοντερνίσουν και εξοικειωθούν με τους γοργούς ρυθμούς που απαιτούνται για να γίνει αυτό. Το μόνο κακό είναι ότι πίσω από οποιαδήποτε προσπάθεια για κάτι καινούριο βρίσκεται η περιβόητη μογγολική μαφία.

Η Ουλάν Μπατόρ -δεν ξέρω γιατί- αλλά με ενθουσίασε. Είναι μια μικρή γραφική πόλη γεμάτη με αντιθέσεις που ξαφνιάζουν και προκαλούν. Από τη μία βλέπω άνδρες και γυναίκες προχωρημένης ηλικίας να φορούν τις παραδοσιακές φορεσιές κι από την άλλη, ακριβώς δίπλα τους, νεαρά παιδιά, ντυμένα μοντέρνα, να κρατούν κινητά τηλέφωνα και να τραγουδούν κομμάτια της διεθνούς pop σκηνής.

Προσπαθώ να ανακατευτώ με τον κόσμο, μήπως και μπορέσω να καταλάβω τι σόι άνθρωποι είναι οι Μογγόλοι. Ανοικτοί; Κλειστοί; Περήφανοι; Δουλοπρεπείς; Τίποτα απ’ όλα αυτά. Είναι αυτό που λέμε ολιγαρκείς. Αν τους δώσεις μια σκηνή, πέντε ζώα κι ένα άλογο, εύκολα εγκαταλείπουν την πρωτεύουσα, για να κατασκηνώσουν σε ένα οποιοδήποτε σημείο της στέπας, ακόμα κι αν αυτό σημαίνει ότι θα χάσουν υποτυπώδεις ανέσεις, όπως ζεστό νερό και θέρμανση.

ΓΚΑΝΤΑΝ, ΤΟ ΜΟΝΑΣΤΗΡΙ ΤΗΣ ΛΗΣΜΟΝΙΑΣ

Την επόμενη μέρα μας περίμενε ένα εξαιρετικό ρεπορτάζ στο μοναστήρι Γκαντάν. «Γκαντάν» σημαίνει «το μεγάλο μέρος της απόλυτης χαράς». Είναι το μεγαλύτερο και πιο σημαντικό μοναστήρι στη Μογγολία και -ίσως- το πιο σπουδαίο αξιοθέατο της πρωτεύουσας. Ξεκίνησε να κτίζεται το 1838 κι ολοκληρώθηκε μετά από 70 χρόνια. Είναι ίσως το μοναδικό, από τα δεκάδες μοναστήρια της Μογγολίας, που δεν κατέστρεψαν οι κομμουνιστές. Οι τοπικές αρχές λένε ότι οι κατακτητές το άφησαν ανέγγιχτο, για να πείσουν τον δυτικό κόσμο ότι στη Μογγολία υπάρχει ανεξιθρησκία.

Εμείς βρεθήκαμε εκεί νωρίς το πρωί για να παρακολουθήσουμε την έναρξη της βουδιστικής τελετουργίας. Στα πρόσωπα των ανθρώπων μπορούσα να διακρίνω την αγάπη για μία λατρεία που για 90 ολόκληρα χρόνια τους είχαν στερήσει οι κάθε λογής κατακτητές. Στο μοναστήρι του Γκαντάν η ιστορία και η θρησκεία ξαναβρίσκουν το δρόμο τους…

Όσο περνούσε η ώρα η εξερεύνησή μας στο χώρο του μοναστηριού γινόταν ολοένα και πιο ενδιαφέρουσα. Αριστερά και δεξιά του κυρίως μονοπατιού βρίσκονται μικροί και μεσαίοι ναοί, ενώ στο τέλος του δρόμου ξεπροβάλλει το εντυπωσιακό Μιγκ-Τζιντ Τζανγκραϊσίντ Σαν. Το όνομα σημαίνει «ο κύριος που κοιτάζει προς κάθε κατεύθυνση». Πρόκειται για ένα τεράστιο χρυσο-μπρούτζινο άγαλμα ύψους 20 μ., που κάποτε στόλιζε την είσοδο του μοναστηριού. Το 1937 οι Ρώσοι το πήραν στη χώρα τους και το έλιωσαν, για να φτιάξουν σφαίρες. Τον Οκτώβριο του 1996, έξι χρόνια μετά την απελευθέρωση της χώρας, ένα νέο άγαλμα, ακριβώς ίδιο με το προηγούμενο, δωρίσθηκε στο μοναστήρι από τον Δαλάι Λάμα.

Το μοναστήρι Γκαντάν κλείνει μέσα του όλη τη βουδιστική μεγαλοπρέπεια της Μογγολίας, δίνοντας στον επισκέπτη την ευκαιρία να απολαύσει όμορφες και συνάμα μοναδικές στιγμές σε έναν πανέμορφο χώρο, όπου δεσπόζει το μπλε του ουρανού και η αρχιτεκτονική των μοναστηριών.

ΛΙΜΝΗ ΧΟΒ-ΣΚΟΛ: ΑΝΑΖΗΤΗΣΗ ΠΕΡΙΠΕΤΕΙΑΣ

Το ρεπορτάζ θα μπορούσε να έχει τίτλο «αναζήτηση και περιπέτεια στις στέπες της Μογγολίας». Λίγο πριν σκοτεινιάσει, φτάσαμε στο αεροδρόμιο της πόλης Μουρόν. Επιβιβαστήκαμε σε ένα ρωσικό οικογενειακό αυτοκίνητο, που είχε πολλάκις δοκιμαστεί στα εκατοντάδες χιλιόμετρα κακοτράχαλου δρόμου και μονοπατιών της μογγολικής στέπας, και ξεκινήσαμε…

Ο δρόμος, μακρύς και κουραστικός. Το τοπίο, όμως, από την πρώτη στιγμή μάς ξεσηκώνει. Ένα κοπάδι με άγρια άλογα τρέχουν στην άγονη στέπα. Η εικόνα αυτή «εισβάλλει» μέσα μου και ένα έντονο αίσθημα ελευθερίας με κυριεύει. Η αντίθεση αγγίζει τα όρια της ειρωνείας. Ατίθασα, άγρια, ελεύθερα άλογα και ένας λαός με έντονα τα σημάδια της χρόνιας υποδούλωσης. Η δύναμη του Τζένγκις Χαν μπορεί να αφαιρέθηκε βίαια από τους ανθρώπους, όμως -όπως φαίνεται- διατηρήθηκε άσβεστη μέσα στα περήφανα αυτά ζώα. Τελικά, μετά από 5 ώρες ταξιδιού φτάνουμε, στο κάμπινγκ.

Το τοπίο εδώ αχανές! Το βλέμμα χάνεται στις ατέλειωτες εκτάσεις στέπας κι ερήμου που μας περιβάλλουν. Ο καταγάλανος ουρανός, οι καμήλες, τα μογγολικά άλογα κι ο σκληραγωγημένος νομαδικός λαός συνθέτουν ένα περιβάλλον άγριο, πρωτόγονο και συνάμα πολύ γοητευτικό. Σ’ αυτό το κομμάτι του πλανήτη, ο χρόνος μοιάζει να μην έχει διάσταση. Υπάρχουν μόνο τοπία ή τάιγκα με ξεραμένα λιβάδια και ρυάκια, που οι όχθες τους είναι σπαρμένες με ιτιές. Ένα -θα έλεγε κανείς- σεληνιακό τοπίο, όπου δεν ακούγεται ήχος κανείς και κάνει τρομακτικό κρύο. Αυτή είναι η «Μητέρα γη» ή «μητέρα Μογγολία», όπως την αποκαλούν οι ντόπιοι…

Τους σκληρούς χειμώνες το θερμόμετρο πέφτει στους -25οC, με αποτέλεσμα στη γη αυτή να μη φυτρώνει απολύτως τίποτα. Γι’ αυτό άλλωστε και οι Μογγόλοι ασχολούνται κυρίως με την κτηνοτροφία, γεγονός που έχει προκαλέσει ήδη μεγάλα προβλήματα στα εδάφη των κατοικημένων περιοχών, εξαιτίας της υπερβόσκησης.

Στη μέση -κυριολεκτικά- της στέπας, βρίσκεται η Μουρούν, μία πόλη-χωριό, της οποίας οι εικόνες μάς γυρνούν πολλά χρόνια πίσω. Θεωρείται η βασική πόλη για τον ανεφοδιασμό των τουριστικών καταυλισμών, αλλά και το διοικητικό κέντρο ενός μεγάλου κομματιού της τεράστιας λίμνης.

Συζητώντας με κάποιους από τους εμπόρους της πόλης, προσπαθώ να καταλάβω την αντίληψη και τη φιλοσοφία αυτών των ανθρώπων. Οι περισσότεροι είναι κατηγορηματικοί: «με την πρώτη ευκαιρία», λένε, «παίρνουμε τις σκηνές μας κι εγκαταλείπουμε τη Μουρούν, για να ζήσουμε λίγες ώρες ελευθερίας στην ύπαιθρο». Τα λόγια αυτά ηχούν τόσο παράξενα στα αυτιά μου… Ωστόσο, είναι εμφανές· γι’ αυτούς είναι πραγματικά ανυπόφορο, όχι μόνο το να ζουν δίπλα σε άλλους, αλλά και το να βρίσκονται σε απόσταση που επιτρέπει την οπτική επαφή. Είναι αυτό που λέμε «όσο πιο μακριά, τόσο πιο καλά». Γι’ αυτό άλλωστε και οι σκηνές απέχουν η μία από την άλλη ακόμη και χιλιόμετρα.

Το βανάκι μας παλεύει στους κακοτράχαλους, υποτυπώδεις δρόμους της στέπας, σε μία προσπάθεια εντοπισμού της οικογένειας του οδηγού η οποία -σύμφωνα με τον τελευταίο- έπρεπε θεωρητικά να βρίσκεται σε ένα συγκεκριμένο σημείο του καταυλισμού. Λάθος! Είχε έρθει η ώρα να μάθουμε ένα ακόμα χαρακτηριστικό αυτού του λαού: Οι Μογγόλοι είναι απρόβλεπτοι και μετακινούνται όποτε νιώσουν ότι έχουν χορτάσει ένα συγκεκριμένο σημείο. Άντε τώρα να βρεις πού μπορεί να έχουν πάει οι συγγενείς του οδηγού μας. Είναι σαν να ψάχνεις ψύλλο στα άχυρα!

Τελικά, κάποια στιγμή -μετά από μία τουλάχιστον τρίωρη περιπλάνηση- φτάσαμε έξω από το γκερ της οικογένειας που αναζητούσαμε. Οι άνθρωποι ήταν προσιτοί, ζεστοί και φιλόξενοι. Άδραξα, λοιπόν, την ευκαιρία και προσπάθησα να μάθω όσο δυνατόν περισσότερα για τη ζωή τους.

Περίπου οι μισοί από τα 3,5 εκατομμύρια των Μογγόλων ζουν σε σκηνές. Συγκεκριμένα, οι περισσότερες οικογένειες ζουν συγκεντρωμένες σε ομάδες που ονομάζονται «άι» κι αποτελούνται από 4 έως 8 σκηνές. Αυτές οι ομάδες μετακινούνται σε χειμερινούς οικισμούς, όπου μένουν από τον Νοέμβριο έως και τον Απρίλιο. Αναζητούν κοιλάδες που παρέχουν στους ίδιους και στα ζώα τους προστασία από το κρύο και τους ανέμους.

Η ζωή τους είναι πολύ απλή. Οι γυναίκες περνούν τη μέρα τους γνέθοντας μαλλί, αρμέγοντας ζώα και φτιάχνοντας γαλακτοκομικά. Μαζεύουν ξύλα για τη φωτιά, βουρτσίζουν το κασμίρ και προσέχουν τα πρόβατα. Ο πατέρας, μόλις περπατήσουν τα παιδιά, τους μαθαίνει να ιππεύουν, και εκείνα περνούν τη μέρα τους ψάχνοντας για ελεύθερα ή χαμένα ζώα, καθώς στη Μογγολία δεν υπάρχουν φράχτες και τα ζώα τις περισσότερες φορές «χάνονται» στις στέπες.

Το να έχει κανείς την ευκαιρία να παρακολουθήσει από κοντά τη ζωή αυτών των ανθρώπων είναι, πραγματικά, μοναδική εμπειρία. Αναρωτιέμαι διαρκώς πώς μπορούν κι επιβιώνουν με τόση μοναξιά σε τόσο αντίξοες συνθήκες. Η μονοτονία της ζωής τους μου κάνει τρομερή εντύπωση. Βλέπετε, εμείς, μαθημένοι στους αγχωτικούς ρυθμούς της πόλης, δεν μπορούμε να αντιληφθούμε ότι οι άνθρωποι αυτοί είναι ευτυχισμένοι με τα πιο απλά πράγματα του κόσμου.

Τα παιδιά της οικογένειας θέλουν να μας εντυπωσιάσουν και με ζήλο επιδίδονται στην παραδοσιακή μογγολική πάλη. Σε κλάσματα δευτερολέπτου στήνεται ένα ανεπανάληπτο πανηγύρι, στο οποίο όλοι θέλουμε να πάρουμε μέρος. Ξαφνικά, άνθρωποι από διαφορετικούς πολιτισμούς, χωρίς να μιλάμε την ίδια γλώσσα, χωρίς να πιστεύουμε στον ίδιο Θεό, ήμασταν ένα και διασκεδάζαμε παρέα μέσα από τη διαφορετικότητά μας.

ΣΤΟ ΚΟΡΑΚΟΡΟΥΜ ΚΑΙ ΤΗΝ ΠΕΡΙΒΟΗΤΗ ΕΡΗΜΟ ΓΚΟΜΠΙ

Νωρίς το πρωί αναχωρούμε για την αρχαία πρωτεύουσα της Μογγολικής Αυτοκρατορίας και γενέτειρα του μυθικού στρατηλάτη Τζένγκις Χαν, το Καρακορούμ.

Μετά από 7 ολόκληρες ώρες ταξιδιού ανατολικά των ψηλών βουνών Χαγκάι, φτάνουμε τελικά στο Καρακορούμ, την πρωτεύουσα του τρομερού χανάτου εκείνης της εποχής.

Πρώτος σταθμός μας, το μοναστήρι Ερντέν Ζου, που σημαίνει «εκατό θησαυροί» και κάποτε ήταν το μεγαλύτερο μοναστήρι όλης της χώρας. Χτίστηκε το 16ο αιώνα και αποτέλεσε το πρώτο βουδιστικό κέντρο της αρχαίας Μογγολίας. Μετά την κατάρρευση του κομμουνισμού, το μοναστήρι ξανάνοιξε τις πόρτες του. Σήμερα λειτουργούν μόνο 3 ναοί, αφιερωμένοι στα 3 στάδια της ζωής του Βούδα: ως παιδί, έφηβος και ενήλικος ή αλλιώς ο Βούδας του παρελθόντος του παρόντος και του μέλλοντος. Κάθε πρωί ο ναός ανοίγει για λίγες ώρες και οι μοναχοί αρχίζουν τις προσευχές προς τον Βούδα, που είναι γραμμένες σε αρχαία μογγολικά και θιβετιανά βιβλία.

ΤΕΛΕΥΤΑΙΟΣ ΣΤΑΘΜΟΣ –  ΕΡΗΜΟΣ ΓΚΟΜΠΙ

Η περήφανη απάντηση των ντόπιων στην ερώτηση πώς δημιουργήθηκε η έρημος, είναι ότι δημιουργήθηκε από την επέλαση του στρατού του Τζένγκις Χαν.

Ενάντια στις συνηθισμένες εικόνες που μας φέρνει στο νου η λέξη «έρημος», στη Γκόμπι το μεγαλύτερο ποσοστό της έκτασης είναι αχανής γη με χώμα, πέτρες και θάμνους, ενώ οι αμμόλοφοι καλύπτουν μόνο το 3% της ερήμου! Πρόκειται για την πιο αραιοκατοικημένη περιοχή ολόκληρης της Μογγολίας με ανύπαρκτη συγκοινωνία και ελάχιστους δρόμους. Τοπίο απελπιστικά μονότονο και απόλυτα επίπεδο. Ελάχιστα οχήματα ταξιδεύουν στην απέραντη έκταση της ερήμου.

Εκείνο που πρέπει να γνωρίζει κανείς ταξιδεύοντας εδώ, είναι ότι πρέπει το αυτοκίνητό του να είναι αξιόπιστο και πως πρέπει να έχει μαζί του οπωσδήποτε επιπλέον εφόδια νερού και φαγητού, γιατί ποτέ δεν ξέρεις τι μπορεί να συμβεί. Βίαιες αμμοθύελλες μπορεί να ξεσπάσουν ανά πάσα στιγμή…

Οδηγώντας κανείς σε αυτό το περιβάλλον, πρέπει να προγραμματίζει να φτάσει στον προορισμό του πριν πέσει η νύχτα, γιατί αν χαθεί, θα οδηγεί στο απόλυτο σκοτάδι, χωρίς δρόμο, φώτα ή ταμπέλες. Στις ακραίες αυτές περιπτώσεις, οι έμπειροι οδηγοί, για να προσανατολιστούν, φροντίζουν να διαβάζουν τα άστρα, όπως οι ναυτικοί της ερήμου. Ο δικός μας, δυστυχώς, δεν ήταν ένας από αυτούς…

Το επόμενο πρωί, το πρόγραμμα περιλάμβανε επίσκεψη στην περιοχή με το όνομα «φλογισμένες πλαγιές». Πρόκειται για μια βραχώδη τοποθεσία, κρυμμένη στο εσωτερικό της ερήμου Γκόμπι, που θυμίζει έντονα σεληνιακό τοπίο και, εκτός από την άγρια ομορφιά της, κρύβει μυστικά εκατομμυρίων χρόνων, καθώς εδώ έχουν ανακαλυφθεί οι περισσότεροι σκελετοί δεινοσαύρων. Το ταξίδι στη Μογγολία τελειώνει κάπου εδώ, ωστόσο η γνωριμία μας με αυτό τον τόσο διαφορετικό κόσμο μόλις έχει αρχίσει…

ΔΕΙΤΕ ΕΠΙΣΗΣ