Όταν το ταξί μας αφήνει από το αεροδρόμιο στο ξενοδοχείο ήθελα να φιλήσω το τσιμέντο. Καθώς πληρώνουμε τον ταξιτζή παρατηρούμε ότι παραπατάει και μάλλον είχε πιεί προηγουμένως. Δεν ξέρω τι ακριβώς. Η μπλούζα που φοράει γράφει «This shit is dope» ενισχύει αυτή μου την πεποίθηση αλλά μπορεί να είναι και σύμπτωση.

Στο Βουκουρέστι θα ξαναμπούμε σε ταξί μέσα στη νύχτα, όταν παίρνοντας ένα λεωφορείο βρεθήκαμε στο τέρμα μιας άγνωστης διαδρομής.   Με έναν οδηγό που έτρωγε παγωτό χωνάκι κρατώντας το ταχυδακτυλουργικά ανάμεσα στο τιμόνι, ώστε να μην λερώσει το ταξί του καθώς άλλαζε  τις λωρίδες κυκλοφορίας. Στο τέλος της διαδρομής δεν θέλαμε να φιλήσουμε το τσιμέντο, θέλαμε κάτι να πιούμε.

Καθώς έπινα την πρώτη μου Silva, μια δυνατή ρουμάνικη μπύρα, στο μικρό μαγαζάκι δίπλα στο ξενοδοχείο μας οι οδηγοί δυο αυτοκινήτων είχαν παρκάρει στην άκρη του δρόμου. Βγήκαν έξω, μεθυσμένοι, και άρχισαν να χορεύουν αγκαλιά κάτι σαν βαλς με την μουσική που ακουγόταν από την ανοιχτή πόρτα των αυτοκινήτων τους, ένα μάλλον ρουμάνικο χιτ καψουροτράγουδο, καθώς οι παρέες τους χειροκροτούσαν.

Τότε σκέφτηκα ότι εάν μπορείς να πεις κάτι με σιγουριά για το Βουκουρέστι είναι ότι παραπατάει. Παραπατάει ανάμεσα στο χθες και στο σήμερα. Στο τραύμα της ιστορίας του που έχει αφήσει έντονα τις πληγές στην ψυχοσύνθεση των κατοίκων του και στην ανάγκη του να το ξεπεράσει και να πάει παρακάτω.

Το Βουκουρέστι είναι η πόλη των έντονων αντιθέσεων. Στην Lipscani το παρατήρησα για πρώτη φορά. Εκεί όπου η hip νεολαία αράζει στο φιλικό, με ωραίο καφέ, ξύλινο Origo,που δεν έχει καν ταμπέλα απέξω, και τα καλοντυμένα στελέχη των επιχειρήσεων κάνουν ένα διάλειμμα τρώγοντας μια σαλάτα  στον πεζόδρομο. Eάν στρέψεις το βλέμμα σου προς τα πάνω θα δεις τις παλιές προσόψεις των πολυκατοικιών, τους ηλικιωμένους να παρατηρούν την ζωή από τα σκουριασμένα τους μπαλκόνια.

Περπατώντας στην πόλη έχω συνεχώς αυτή την εικόνα στο μυαλό μου. Ηλικιωμένους στα μπαλκόνια τους. Είναι οι ζωντανοί μάρτυρες της ιστορίας της χώρας. Η νέα γενιά ζει το τώρα της και ίσως το παρελθόν της χώρας να είναι απλά ένα κεφάλαιο στο σχολικό βιβλίο της ιστορίας. Piercing, τατουάζ, τεράστια ακουστικά, skateboards.

Το Βουκουρέστι προσφέρεται για περπάτημα ακόμα και το καλοκαίρι. Τις μέρες που βρεθήκαμε η συννεφιά μας ευνόησε. Θα πρέπει όμως να είσαι προσεκτικός. Συχνά καθώς περπατάς μπορεί να πέσεις σε σπασμένα πλακάκια εκεί που δεν το περιμένεις. Φαίνεται να έχουν δώσει μεγάλη έμφαση στο να παραμείνει  η πόλη τους καθαρή. Συνεργεία καθαρισμού δουλεύουν ασταμάτητα. Αυτό όμως δεν μπορεί να σε κάνει να ξεχάσεις την βρωμιά που επικρατεί μέσα στα τραμ, τους σκουριασμένους σωλήνες καλοριφέρ στις τουαλέτες του αεροδρομίου, το παλιό μετρό με τα καινούρια τρένα που ώρες-ώρες οι αποβάθρες του θυμίζουν spooky σελίδα του Stephen King.

Όπως στην αποβάθρα Piata Romana που η απόσταση που σε χωρίζει από τις γραμμές είναι τόσο μικρή που έτσι και παραπατήσεις θα βρεθείς μέσα. Δίπλα μας τρέχουν μικρά ρυάκια με νερό. Είναι σίγουρα μια από τις τρομακτικότερες αποβάθρες μετρό που έχω βρεθεί. Η σκέψη ότι κάποιος εδώ παραπατάει το Σαββατόβραδο μεθυσμένος, όπως βλέπω συχνά στην Αθήνα τους τουρίστες, μου φέρνει ρίγη.

Τα 5 «κρυφά» σας ραντεβού στα πιο ρομαντικά μέρη του πλανήτη- Ανακαλύψτε τα και ανταλλάξτε όρκους αιώνιας αγάπης

Την καθαριότητα την παρατηρούμε και στα τεράστια πάρκα που δεν έχουν σε τίποτα να ζηλέψουν από άλλων Ευρωπαϊκών πόλεων. Όπως στο Herastrau που είναι το μεγαλύτερο της Ρουμανίας και ένα από τα μεγαλύτερα της Ευρώπης. Τα μάτια βουλιάζουν μέσα στην ομορφιά του καταπράσινου τοπίου, την τεχνητή λίμνη και τον ποταμό Colentina που το διαπερνάει από Βορειανατολικά. Μέσα στο πάρκο είναι και το «Μουσείο του χωριού». Περίπου 300 σπίτια, ανεμόμυλους , εκκλησίες που αντιπροσωπεύουν την αρχιτεκτονική παράδοση της Ρουμανίας. Εάν πάτε μην παραλείψετε να βρεθείτε εκεί.

Εξίσου όμορφοι είναι και οι Cismigiu Gardens με τους μαύρους κύκνους, την  πλούσια βλάστηση και τα συνεργεία που δουλεύουν ασταμάτητα κλαδεύοντας  τους θάμνους  και καθαρίζοντας  τα αγριόχορτα. Ένας χώρος ξεκούρασης, άθλησης, αναζωογόνησης για τους κατοίκους του Βουκουρεστίου. Δεν μπορώ να αποφύγω την ερώτηση που γυρνάει όλη την ώρα στο μυαλό μου: Γιατί να μην αξιοποιούνται με τον ίδιο τρόπο τα μεγάλα  πάρκα της Αθήνας;

Σε κανένα από αυτά τα δυο δεν υπήρχε η εικόνα της παραμέλησης. Ούτε η εικόνα ότι είναι ξέφραγο αμπέλι που μπορεί ο καθένας να κάνει ότι θέλει. Μπορεί να είναι η φευγαλέα εικόνα του τουρίστα αυτή την οποία περιγράφω. Όμως ποια να είναι άραγε η εικόνα που έχει ένας τουρίστας εάν επισκεφτεί για λίγες ώρες ένα από τα μεγάλα κεντρικά πάρκα της Αθήνας; Την απάντηση την ξέρετε.

Στους δρόμους του Βουκουρεστίου όλα τα αρχιτεκτονικά στοιχεία του παρελθόντος και του παρόντος ανακατεύονται μέσα σε μια πηχτή αστική σούπα. Οι εκρήξεις μεγαλομανίας του Τσαουσέσκου μπλέκονται με τα σύγχρονα κτίρια, τις βρώμικες προσόψεις των πολυκατοικιών και τα χαμόσπιτα με τα κεραμίδια και τα απλωμένα ρούχα. Όλα αυτά συνθέτουν τον χαρακτήρα της πόλης που για να τον απολαύσεις δεν πρέπει να τον κρίνεις. Τον δέχεσαι όπως είναι.

Είναι όμως αδύνατο να αποφύγεις την κριτική όσο και να το θες όταν επισκέπτεσαι την οικία Τσαουσέσκου. Περπατάμε με καλυμμένα τα πόδια μας μέσα σε μπλε σακούλες, διασχίζοντας την εξωφρενική πολυτέλεια μέσα στην οποία έζησε επί 24 χρόνια ο δικτάτορας Νικολάε Τσαουσέσκου ενώ έξω  η πείνα θέριζε.

Ακολουθούμε τον ξεναγό της οικίας μέσα στα τρία ιδιωτικά διαμερίσματα των παιδιών του, την σάλα με τα δώρα που του έκαναν δικτάτορες της Αφρικής, την γκαρνταρόμπα της Έλενας με τις γούνες και τα αξεσουάρ πολυτελείας, που σαν βγαλμένα εντόσθια είναι σε κοινή θέα με τα καρτελάκια που αναγράφουν τις τιμές στο εθνικό νόμισμα, την θηριώδη πισίνα, τους κήπους με τα τροπικά φυτά, τα δωμάτια μελέτης και τα πράσινα μπάνια.

Η ξενάγηση γίνεται σε άψογα αγγλικά από έναν νεαρό γύρω στα 25. «Στον Νικολάι άρεσαν οι ταινίες με τον Τζον Γουέιν και στην Έλενα το Dallas  ήταν ερωτευμένη με τον JR» μας λέει μέσα στην ιδιωτική κινηματογραφική αίθουσα του δικτάτορα και εμείς σκάμε στα γέλια. Εκείνος αφήνει να φανεί ένα μειδίαμα στο πρόσωπο του.

Όταν βγαίνουμε έξω παρατηρώ δυο παγώνια που έχουν ανέβει στα κεραμίδια του κτιρίου. Εάν πίστευα στην μετεμψύχωση θα έλεγα ότι αυτά τα δυο παγώνια είναι ο Νικολάι και η Έλενα όπου συνεχίζουν πια να παρακολουθούν από ψηλά το σπίτι τους, που έχει μετατραπεί σε τουριστική ατραξιόν. Μπορεί να είναι και περήφανοι για αυτό.

Μια μέρα αποφασίζουμε να πάμε στο Μπρασόβ με τρένο. Εκτός από την καταπράσινη διαδρομή μας εντυπωσιάζει η ακρίβεια αναχώρησης και άφιξης των τρένων. Ακριβώς στο λεπτό που αναγράφεται στο εισιτήριο! Το Μπρασόβ είναι γραφικό και όμορφο. Χωμένο μέσα στα βουνά αποτελεί και αυτό μια τουριστική ατραξιόν λόγω των κάστρων στα οποία δεν πήγαμε. Καθώς αγοράζουμε σουβενίρ από ένα πλανόδιο μας λέει για την επιθυμία του να πάει σε ένα νησί στην Ελλάδα όπου δεν υπάρχουν τουρίστες ή τουλάχιστον πολλοί τουρίστες. Τους έχει βαρεθεί εδώ και δεν μπορεί να τους βλέπει πουθενά. Θέλει να μας ρωτήσει για το ελληνικό νησί που δεν θυμάται πως το λένε αλλά το ψάχνει στο χάρτη. Είναι τελικά η Σαμοθράκη. Του δίνουμε ελπίδες ότι στη Σαμοθράκη σίγουρα θα έχει λιγότερους.

Το ελληνικό στοιχείο στο Βουκουρέστι είναι παντού. Περπατάς και ακούς ελληνικά κομμάτια. Συνήθως είναι κάποιο παλιό λαϊκό, ή κομμάτια  της Βανδή και της Βίσση. Εννοείται ότι δεν τρελάθηκα να πάω να δοκιμάσω ελληνικό γύρο στο Βουκουρέστι, και γενικά δεν μου αρέσει ο  γύρος, και όπου πέφταμε πάνω σε κάτι ελληνικό φεύγαμε τρέχοντας. Όμως η Ελλάδα μας κυνηγούσε παντού ακόμα και εκεί που δεν το περιμέναμε.

Θα πω την ιστορία με κίνδυνο να φανώ ψεύτης αλλά είναι πέρα για πέρα αληθινή. Είμαστε πάνω από υπαίθριο πάγκο βιβλίων. Ο πωλητής μιλά αγγλικά. Φίλος αγοράζει βιβλίο. Υπάρχουν στον πάγκο βιβλία στα ρουμάνικα του Ντοστογιέφσκι, του Κάφκα και του Καμύ. Μας πιάνει κουβέντα για την Ελλάδα και μας λέει για ένα κομμάτι που δεν θυμάται τον τίτλο αλλά μιλά για την ελευθερία και είναι  γνωστού συνθέτη. Σκέφτομαι κάτι σε Θεοδωράκη θα εννοεί ο άνθρωπος με αυτά που πουλά αλλά το όνομα δεν του λέει κάτι. Του λέμε να πει εάν θυμάται κάποιους στίχους στα ελληνικά και τότε μου πέφτει το σαγόνι κάτω: «Γίνεται μου λες δεν γίνεται» μας λέει και αμέσως μας δίνει την πληροφορία ότι σκοτώθηκε πριν τρία χρόνια. «Ααα του λέμε Παντελίδης!» και κουνάει καταφατικά το κεφάλι του.

Το πιθανότερο είναι να εννοούσε την ελευθερία μέσα στην σχέση.

Την τελευταία μέρα στο Βουκουρέστι σε ένα μαγαζί με σουβενίρ είχαμε την τύχη να μας μιλήσει εντελώς αυθόρμητα μια γυναίκα γύρω στα εξήντα για την χώρα της. Φαινόταν σαν να είχε ανάγκη να μιλήσει σε ξένους.

Μεταφέρω κάποια από τα λόγια της  σκόρπια όπως τα θυμάμαι:

«Τότε, με το καθεστώς, δεν τολμούσαμε να μιλήσουμε σε ξένους στον δρόμο. Μας το απαγόρευαν. Σκύβαμε το κεφάλι και προχωρούσαμε εάν μας έκαναν μια ερώτηση στο δρόμο. Μετά το σχολείο πηγαίναμε να μαζέψουμε τις σοδειές στους αγρούς. Σου έλεγαν έπρεπε να μαζέψεις μια συγκεκριμένη ποσότητα για να είσαι εντάξει στην υποχρέωση απέναντι στο κράτος.

 Δεν ξέραμε πως είναι ο κόσμος έξω. Κάποιοι είχαν ταξιδέψει μέχρι την Σοβιετική Ένωση και νομίζαμε ότι αυτό είναι ο κόσμος. Χάθηκαν πολλοί  σε υπόγεια την εποχή του Τσαουσέσκου. Κόσμος εξαφανιζόταν και κανένας δεν μάθαινε τίποτα για αυτούς. Φυσικά και είναι αλήθεια ότι χρειάστηκαν 700 αρχιτέκτονες για να γίνει όλο αυτό (σ.σ Το σπίτι του λαού) ίσως και περισσότεροι. Είπαν στους ανθρώπους να έρθουν από τα χωριά στην πόλη και ότι εδώ θα ήταν ευκολότερα τα πράγματα για να βρουν δουλειά αλλά τους άφησαν στο έλεος. Με κομμένο ρεύμα και νερό. Σήμερα τα πράγμα είναι καλύτερα αλλά για να έχεις ένα καλό επίπεδο ζωής στο Βουκουρέστι πρέπει να έχεις δεξιότητες. Προσπαθούμε να ανακάμψουμε»

Χτυπάει το κινητό της αλλά δεν το σηκώνει για να μην διακόψει την συνομιλία μαζί μας. Την ρωτάμε κάτι τελευταίο, εάν υπάρχουν κάποιοι που θα ήθελαν να επιστρέψουν στις παλιές μέρες και μας αποστομώνει :«Φυσικά και υπάρχουν. Είναι οι γιοί εκείνων που ευνοήθηκαν από το καθεστώς» μας αποστομώνει.

Πριν έρθω στο Βουκουρέστι είχα διαβάσει την Επιστροφή του Χούλιγκαν του Νόρμαν Μάνεα. Είναι ένα αυτοβιογραφικό βιβλίο γραμμένο με την μορφή μυθιστορήματος όπου ο συγγραφέας επιστρέφει το 1997 στην πατρίδα του,  για πρώτη φορά μετά την πτώση του Τσαουσέσκου. Είχε αυτοεξοριστεί στην Αμερική.  Ο Μάνεα παλεύει με τον εαυτό του για το εάν πρέπει να επιστρέψει στο Βουκουρέστι, για τον κίνδυνο να χάσει την ταυτότητα του στην Αμερική και σου δίνει μια γεύση για το τι έχει περάσει αυτός ο λαός μέσα από τις προσωπικές του μαρτυρίες.

Η αίσθηση που σου αφήνει το βιβλίο δεν μπορεί να συγκριθεί με την ζωντανή περιγραφή αυτής της γυναίκας που μιλά ασταμάτητα  δίπλα σε μαγνητάκια για το ψυγείο και κούκλες με παραδοσιακές στολές. Δεν είναι μόνο αυτά που λέει. Είναι περισσότερο αυτά τα σταθερά, υγρά μάτια ,με τα οποία κοιτάζει τους ξένους καθώς τα αφηγείται. Σε καθηλώνουν περισσότερο από το συναρπαστικό αφήγημα του Μάνεα και σε φέρνουν ακόμα πιο κοντά στο συλλογικό τραύμα που βίωσε και από το οποίο ακόμα προσπαθεί να ανακάμψει ο λαός της Ρουμανίας.

Top 10 των καλύτερων πόλεων στην Ευρώπη

πηγή: lifo.gr

ΔΕΙΤΕ ΕΠΙΣΗΣ