Το Κάστρο της Χίου βρίσκεται στη βόρεια πλευρά του λιμανιού της πόλης της Χίου. Έχει έκταση 180.000 τ.μ. και τα τείχη του περικλείουν οικιστικό σύνολο, με 650 κατοίκους.

Ιστορία

Η κατοίκηση στο χώρο του Κάστρου μαρτυρείται τουλάχιστον από τους ελληνιστικούς χρόνους. Ευρήματα ανασκαφών πιστοποιούν την συνέχιση της κατοίκησης στους Ρωμαϊκούς και στους πρωτοβυζαντινούς χρόνους. Ναοί των μεσοβυζαντινών χρόνων μαρτυρούνται από τις πηγές (10ου αι.) και από ευρήματα ανασκαφών (11ου αι.).

Εν ολίγοις είναι βέβαιο ότι στο σημείο προϋπήρχε Βυζαντινό κάστρο τουλάχιστον από τον 10ο αιώνα.

Το σημερινό Κάστρο της Χίου θεωρείται Γενοβέζικο και άρχισε να το οικοδομεί το 1328 ο Γενουάτης ηγεμόνας της Χίου, Martino Zaccaria. Το 1329 το κάστρο καταλήφθηκε για λογαριασμό του Βυζαντινού αυτοκράτορα Ανδρόνικου Γ’ Παλαιολόγου και παρέμεινε στους κόλπους της Βυζαντινής αυτοκρατορίας έως το 1346, οπότε η Χίος περιήλθε οριστικά ως κτήση στη Δημοκρατία της Γένουας. Από τη χρονιά εκείνη που ο Γενουάτης Simone Vignoso κατέλαβε το νησί, αρχίζει η περίοδος της Γενουατοκρατίας στη Χίο η οποία διήρκεσε δύο αιώνες, από το 1346 έως το 1566.

Στους μεσαιωνικούς χρόνους το Κάστρο της πόλης (η Civitas Chii) ήταν το κέντρο της πολιτικής και της στρατιωτικής διοίκησης της Χίου. Έξω από τα τείχη του εκτεινόταν η πόλη, το borgo. Τη διακυβέρνηση του νησιού είχε αναλάβει μια εμπορική εταιρεία, η Μαόνα, της οποίας τα μέλη από το 1362 και εξής ανήκαν στη φατρία (Albergo) των Ιουστινιάνι (Giustiniani) από τη Γένουα.

Το 1566 ο Πιαλή πασάς κατέλαβε το Κάστρο αμαχητί για λογαριασμό του Οθωμανού Σουλτάνου Σουλεϊμάν του Μεγαλοπρεπούς. Το 1694 το κατέλαβαν για ένα εξάμηνο οι Ενετοί, που πραγματοποίησαν εκτεταμένες εργασίες στις οχυρώσεις παρά το μικρό διάστημα της κυριαρχίας τους. Έκτοτε το Κάστρο παρέμεινε αδιάλειπτα στα χέρια των Οθωμανών έως το 1922 που η Χίος απελευθερώθηκε και προσαρτήθηκε στο Ελληνικό Κράτος.

Στη διάρκεια της τουρκικής κατοχής το κάστρο κατοικήθηκε αποκλειστικά από Τούρκους και Εβραίους και μετά τη μικρασιατική καταστροφή από πρόσφυγες.

Η Ελληνική Πολιτεία έλαβε από το 1924 μέτρα προστασίας του μνημείου και με Προεδρικό Διάταγμα τον Οκτώβριο της ίδιας χρονιάς χαρακτήρισε το Κάστρο ως διατηρητέο αρχαιολογικό και ιστορικό χώρο. Παρόλα αυτά το μνημείο απειλήθηκε σοβαρά κατά τη διάρκεια του 20ου αι., όταν μερίδα της Χιακής κοινωνίας ζητούσε επιτακτικά την κατεδάφισή του, αίτημα που αναζωπυρωνόταν κατά καιρούς, στη δεκαετία του 1930 αρχικά, και κατόπιν στη δεκαετία του 1950 και του 1970.

Καθοριστικές για την απαξίωση και την κακή κατάσταση διατήρησης του μνημείου στους νεώτερους χρόνους ήταν οι φυσικές καταστροφές (σεισμοί) του 1881 και του 1949, η κατασκευή της νέας προκυμαίας το 1896 που αλλοίωσε δραστικά το επιλιμένιο τείχος, η μαζική εγκατάσταση στο Κάστρο των Ελλήνων προσφύγων που κατέφυγαν στη Χίο μετά την μικρασιατική καταστροφή του 1922, η Γερμανική κατοχή, όταν προμαχώνες και οικοδομικό υλικό του Κάστρου χρησιμοποιήθηκαν για το άλεσμα των σιτηρών.

Ακόμη, μετά την απελευθέρωση της Χίου από τους Οθωμανούς το 1912 τα τείχη λιθολογήθηκαν συστηματικά, καταστράφηκαν μερικώς δύο προμαχώνες και η δυτική Πύλη (“Επάνω Πορτέλλο), καθώς και τμήματα του επιθαλασσίου τείχους με τη χρήση εκρηκτικών.

Δομικά, Αρχιτεκτονικά, Οχυρωματικά Στοιχεία

Τα τείχη του χωρίζονται σε χερσαία και επιθαλάσσια, σχηματίζοντας ένα ακανόνιστο πεντάγωνο όπου ισχυροί προμαχώνες δεσπόζουν κατά μήκος των τειχών, οκτώ από τους εννέα συνολικά σώζονται, άλλοι σε πολύ καλή κατάσταση και άλλοι όχι. Μέρος της ανατολικής πλευράς των τειχών δεν σώζεται σήμερα.

Tα χερσαία τείχη περιέβαλλε τάφρος, δημιουργώντας ένα τεχνητό νησί και συμβάλλοντας έτσι στην καλύτερη άμυνα του Κάστρου. Σήμερα η τάφρος έχει αποστραγγισθεί και επιχωματωθεί.

Το Κάστρο είχε τρεις εισόδους, την κύρια είσοδο-πύλη, την ονομαζόμενη «Πόρτα Μαγγιόρε» (Porta Maggiore), τη Δυτική Πύλη («Επάνω Πορτέλλο») και τη Θαλασσινή Πύλη (Porta di Marina), η οποία σήμερα δεν σώζεται.

Τη κύρια είσοδο του Κάστρου αποτελεί η μνημειώδης Νότια Πύλη (Porta Maggiore) πάνω από την τάφρο η οποία προστατεύεται από έναν κυκλικό πύργο στα δεξιά και διακοσμείται με παραστάσεις, γείσο και συμμετρικά πτερύγια. Μια μεγάλη επιγραφή με το λιοντάρι του Αγίου Μάρκου και το όνομα του δόγη Silvestro Valerio, που δύσκολα διακρίνεται σήμερα, μετά από τη σφυροκόπησή της από τους Τούρκους, δηλώνει την προσπάθεια των Βενετών για τη μετασκευή της πύλης, μετά το 1694.

Μετά τη καμαροσκέπαστη στοά που ακολουθεί προβάλλει το παλάτι των Ιουστινιάνι, κτίριο του 15ου αιώνα, που αναστηλώθηκε τελευταία και χρησιμοποιείται ως εκθεσιακός χώρος παλαιοχριστιανικών ψηφιδωτών, βυζαντινών τοιχογραφιών, μεταβυζαντινών εικόνων και ξυλόγλυπτων. Στον ίδιο χώρο βρίσκεται και η «σκοτεινή φυλακή» στην οποία κλείστηκαν 70 προύχοντες της Χίου μαζί με τον μητροπολίτη Πλάτωνα, πριν απαγχονιστούν στις 23 Απριλίου του 1822. Το μνημείο είναι μια τετράγωνη αίθουσα (10 x 8.50 μέτρα) στεγασμένη με τέσσερα οξυκόρυφα σταυροθόλια.

Στον κεντρικό δρόμο του Κάστρου υψώνεται το τέμενος Μπαϊρακλή Τζαμί και ο ναός του Αγίου Γεωργίου (άλλοτε Εσκί Τζαμί). Πιο κάτω υπάρχει ένα συγκρότημα τουρκικών λουτρών του 18ου αιώνα με σφαιρικούς θόλους, στη βόρεια γωνία του οχυρού, καθώς και τον κυκλικό πύργο του ΖΕΝΟ με την αμυντική του δομή που αποτελεί οικοδομική φάση των Βενετών στα 1694. Το θαλάσσιο τείχος σε ερειπώδη κατάσταση διατηρεί στοιχεία της Γενουάτικης περιόδου.

Την είσοδο προς το λιμάνι της Χίου έλεγχε παλαιότερα το μικρό οχυρό Μπούρτζι που σήμερα δεν σώζεται. Άλλα αξιοθέατα του Κάστρου αποτελούν η Κρύα Βρύση, μια ημιυπόγεια δεξαμενή με βυζαντινές φάσεις κι ο Τουρκικός Πύργος, Κούλες, κτισμένος εξ` ολοκλήρου από αρχαίο οικοδομικό υλικό.

ΔΕΙΤΕ ΕΠΙΣΗΣ